ΣΙΩΠΗΛΕΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ [Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

kapetanios.2010.06.01.jpg
Σκέψεις για την ελληνική πλατεία (A μέρος)
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Η πλατεία αποτελεί τον κοινόχρηστο χώρο που χαρακτηρίζει τις ελληνικές πόλεις και τους ελληνικούς οικισμούς. Εξυπηρετεί ανάγκες λειτουργίας του δομημένου χώρου, αλλά και κοινωνικές, πολιτιστικές, πολιτικές, οικολογικές ανάγκες. Λόγω της αποστολής της και των αξιών που... κουβαλά (ιστορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κ.ά.), συμβάλλει -συνδυαστικά με τον περίγυρο- στη δημιουργία πολιτισμικού τοπίου, γεγονός που υποδηλεί τη σημαντικότητα τής παρουσίας της για τη συνέχεια ενός βασικού συνόλου, που διαμορφώνει ποιότητα και προοπτική.

Η πλατεία φτιάχτηκε για να λειτουργεί και να παράγει. Φτιάχτηκε για να είναι τόπος κι όχι χώρος1. Είναι το ανοικτό πεδίο, το κενό, το ξάγναντο, το διέξοδο, το άφορτο, ο ανασασμός. Ταυτόχρονα αποτελεί πεδίο δραστηριοποίησης των ανθρώπων, τόπο συνεύρεσης, συναναστροφής, αναψυχής κι ανεμελιάς. Είναι τόπος λόγου, πράξης, παραγωγής, άσκησης πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας, πεδίο δράσης, αγώνων κι ανάπτυξης ιδεών. Είναι, γι' όλα αυτά, το τοπόσημο που ανάχθηκε σε σύμβολο. Τούτο, που προέκυψε ως ανάγκη παραγωγής στο πεδίο2, αποτέλεσε το στοιχείο που έκαμε εμβληματική την ελληνική πλατεία (του 19ου αιώνα και του μεγαλύτερου μέρους του 20ου), γιατί την ταύτισε με γεγονότα, με ιδέες, με παραστάσεις, με καταστάσεις, με βιώματα, με πράξεις και συνήθειες. Το χαρακτηριστικό κτίριο (συνήθως, ο ναός ή το δημαρχείο) ή το μνημείο σε αυτήν και ο συγχρωτισμός τους με τον περίγυρο, απέδωσαν στην αστική πλατεία μια κεντρικότητα στο χώρο -που, σε αρκετές περιπτώσεις συνδυάστηκε με μνημειακότητα ή μεγαλοπρέπεια-, κάτι που ενίσχυσε την έννοια του τοπόσημου, πολύ δε περισσότερο του συμβόλου, που της αποδώθηκε.

kapetanios.2010.06.01.jpg

Φωτ.: Πολιτικό δρώμενο σε αστική πλατεία. Συγκεκριμένα, συγκέντρωση στην πλατεία Ομονοίας στη γενική απεργία του Φεβρουαρίου του 1987 (αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων).

Πάμε πλατεία;3
Η ετυμολόγηση της έννοιας «πλατεία», ως «πλατύς δρόμος, πλατιά οδός»4, τόπο ροής, κίνησης, διέλευσης -προφανώς κατά τις αρχές του λειτουργισμού (φονξιοναλισμού)-, γρήγορα ξεπεράστηκε, λόγω του ρόλου που στην πορεία απέκτησε, ως πεδίο ανθρώπινης παραγωγής -όπως αυτή κάθε φορά εννοούνταν. Το ζήτημα που σήμερα τίθεται, αφορά το ρόλο της πλατείας σε σχέση με το παρελθόν της. με άλλα λόγια, ποιο το παρόν και το μέλλον της, σε σχέση πάντα με την αποστολή της στο χώρο. Η πλατεία εξακολουθεί να «παράγει» όπως παλιά; Εξακολουθεί ν' αποτελεί το ξάνοιγμα στο φτιαχτό χώρο, το κενό που γεμίζει με ανθρώπους, με ιδέες και δραστηριότητες; Έχει ρόλο στη λειτουργία της πόλης και της κοινωνίας, κι αν ναι, πώς εννοείται και πώς πραγματώνεται;
Ο νεολογισμός «πάμε πλατεία;»5, δύο πράματα μπορεί να σημαίνει. Αφενός χαρακτηρίζει συμπεριφορές ανθρώπων, ενδεικτικές του τρόπου της ζωής τους, όπου η ελαφρότητα, η αργία, η ευδαιμονία, η μακαριότητα βρίσκουν πεδίο έκφρασης (και) στο χώρο της πλατείας. Αφετέρου εννοείται ως ενσυνείδητη προτροπή για κοινωνικότητα και χορεία. Στην όλβια ακινησία της ανέγνωμης μάζας λοιπόν, αντιπαρατίθεται, μεμίγνεται ή παραλλήλως υπάρχει η ενέργεια της ζώσας κοινωνίας, που θέλει να εκφραστεί επικοινωνώντας κι όχι απλά συνευρισκόμενη. Τα παραπάνω συνθέτουν απλά την έκφραση στο δημόσιο χώρο, που, τελικά, αποτελεί τον καθρέπτη της κοινωνίας.

kapetanios.2010.06.02.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα ως «πλατειά οδός».



Η αλλοτινή αστική πλατεία6 αποτελούσε πεδίο δραστηριοποίησης του ανθρώπου, αποτελούσε θα λέγαμε πεδίο ενέργειας, μέρος στο οποίο «ασκούνταν» ως ον κοινωνικό και πολιτικό. Ήταν σημείο αναφοράς, ήταν αφετηρία, πορεία και τέρμα ενεργειών, κέντρο-εστία του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού βίου του7. Οι επαναστάσεις στις πλατείες, οι συγκεντρώσεις σε αυτές, οι ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις στα ανθρώπινα πηγαδάκια των άοκνων αγορητών, οι συναντήσεις, οι συνευρέσεις εκεί, οι συνεχείς περιδιαβάσεις και το «λιώσιμο» των πλακών από τους επίμονους περιπατητές, δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο από εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής του τοτινού αστού, που ικανοποιούσαν βασικές του ανάγκες: της συναναστροφής, της συλλογικότητας, της συνεύρεσης, της επικοινωνίας, της επαφής, της γειτονίας. Είχε, συνεπώς, βαθύτερο λόγο η ανθρώπινη παρουσία στις πλατείες, δεν τις γέμιζε απλά: τις πλάταινε, τις βάθαινε. Οι πλατείες, έτσι, μιλούσαν, αντηχούσαν, είχαν ενέργεια. κι αυτό γιατί ήταν κατάφορτες με γεγονότα, με παραστάσεις, με βιώματα, με συναισθήματα, με αξίες. Εκεί, στο κενό της πόλης, στο άνοιγμά της, μπορούσες ν' ανασαίνεις κι ελεύθερος να αισθάνεσαι. να επικοινωνείς, να εκφράζεσαι, να δρας. Αυτή ήταν η χρήση, αυτός κι ο ρόλος της πλατείας παλιά, ένας ρόλος ουσιαστικός, τον οποίον η ελληνική κοινωνία είχε πολύ εκτιμήσει.


kapetanios.2010.06.03.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, κατακλυσμένη από τραπεζοκαθίσματα το 1956 (χαρακτηριστική φωτογραφία του Δ. Α. Χαρισιάδη, αρχείο Μουσείου Μπενάκη).

Από την άλλη πλευρά, η σημερινή αστική πλατεία, λίγο «ανασαίνει», λίγο «μιλά». Άνθρωποι σιωπηλοί, τραγικοί -οι μετανάστες της απόγνωσης-, την καταλαμβάνουν, άνθρωποι λίθινοι, σκιές, γρήγοροι στανικοί διαβάτες, την προσπερνούν. Τα αναψυκτήρια, τα εστιατόρια, τα καφέ-μπαρ κ.ά. την πνίγουν, μέρος κι αυτά ενός ανούσιου, ψυχρού -επιχειρηματικού κατά το πλείστον- σκηνικού, στο οποίο οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν, δε λογιάζουν, απλά ανεμελούν, απλά αδιαφορούν, απλά υπάρχουν, σκοτωμένοι από το δράμα των καιρών, σ' έναν χώρο που κατά συνθήκη τον αποδέχονται. θα μπορούσαν για τον ίδιο λόγο να βρίσκονται κι αλλού. Η απουσία επικοινωνίας, ο μη διάλογος -αφενός του ανθρώπου με τα γύρω του, αφετέρου μεταξύ των στοιχείων που συνθέτουν το χώρο-, διαμορφώνουν μιαν αδιάφορη κατάσταση, στην οποία κυριαρχεί η κενότητα (η έλλειψη επικοινωνίας, η έλλειψη συναισθημάτων, η έλλειψη δράσεων κ.ά.) Η κενότητα, ως αφηρημένη γεωμετρική έννοια που είναι, γεμίζει το χώρο και τον χαρακτηρίζει. Στον ασφυκτικά περικλεισμένο χώρο, εξαντλείται κατά το μάλλον ή ήττον και η ιδέα του ανοικτού πεδίου, του ξάγναντου, αφού τα υπερμεγέθη για την κλίμακα της πλατείας κτίρια, την περισφίγγουν κατά τρόπο που η θέαση του ουρανού να εκλαμβάνεται ως οπή στο γκρίζο σκίαστρο της πόλης.
Οι σημερινές αστικές πλατείες, όπως και άλλες μορφές κοινοχρήστων αστικών χώρων, μετατρέπονται σε πεδία άσκησης επιχειρηματικών κι εμπορικών δραστηριοτήτων, με την κατασκευή -φαραωνικών διαστάσεων συνήθως για τη μικρή χωρική κλίμακα του ανοικτού πεδίου- αναψυκτηρίων, εμπορικών κέντρων, εγκαταστάσεων που μόνον κατ' όνομα εξυπηρετούν τον αθλητισμό ή τον πολιτισμό κ.ά., μ' αποτέλεσμα -εμμέσως πλην σαφώς- να χάνεται η πρωταρχική-ουσιαστική χρήση τους και ο προορισμός τους. Τούτο οδηγεί σε ιδιότυπη ιδιοποίηση του κοινόχρηστου χώρου, με παράλληλη αμφισβήτησή του ως δημοσίου αγαθού, αφού η ανταλλακτική αξία που του αποδίδεται, τον καθιστά πεδίο δραστηριοτήτων ιδιωτικοοικονομικής φύσης. Η ευρύτατη και -δυστυχώς- μη συνειδητοποιημένη ανατροπή που επιφέρεται, έχει να κάμει με τη φύση των σχέσεων που αναπτύσσονται στον κοινόχρηστο χώρο, αφού οδέκτης-κοινωνός άνθρωπος μετατρέπεται σε πελάτη-καταναλωτή και περιβάλλεται με τα κριτήρια της ιδιωτικότητας και του κέρδους. Εντέλει, το δικαίωμα να δρας ως πολίτης, ασκώντας τα πολιτικά σου δικαιώματα στο δημόσιο χώρο, αντικαθίσταται από το δικαίωμα του πελάτη, βάσει του οποίου αναπτύσσεται σχέση συναλλαγής με αντικείμενο το εμπορικό-υλικό αγαθό, κάτι που οπωσδήποτε λειτουργεί καταχρηστικά έως κατασταλτικά στη λειτουργία του κοινοχρήστου χώρου ως δημοσίου αγαθού και στην απόλαυσή του ως τέτοιο8.

kapetanios.2010.06.04.jpg

Φωτ.: Η μικρή πλατεία των Τριών Ναυάρχων στην Πάτρα κατειλημμένη σχεδόν στο σύνολό της από ταβέρνες και καφετέριες.

Είναι χαρακτηριστικό, ως μια πιο light εκδοχή της πλάνης της σύγχρονης αστικής πλατείας (ή της ανθρώπινης απόγνωσης;), το γεγονός που παρατηρείται, ότι πολλές -συνοικιακές κυρίως- πλατείες μετατρέπονται σε παιδότοπους, μετατρέπονται σε γήπεδα ποδοσφαίρου, σε αλάνες κατά μία έννοια (λόγω έλλειψης, προφανώς, αθλητικών χώρων στη γειτονική αστική περιοχή), απογινόμενες έτσι, αποκλειστικά πεδία διοχέτευσης της εγκλεισμένης ενέργειας των ελληνοπαίδων, πεδία χρήσης δηλαδή κι εξυπηρέτησης συγκεκριμένης ανάγκης, κι όχι πεδία παραγωγής, όχι πεδία παίδευσης, κατατριβής και κοινωνικής επαφής, όχι πεδία αναψυχής. Έτσι η αστική πλατεία παύει να είναι πολυλειτουργική, παύει να είναι πολλαπλώς χρηστική, αφού μία χρήση της (αυτή του παιχνιδιού) γίνεται κυριαρχική κι ενεργείται σε βάρος των άλλων9.
Η αστική πλατεία σήμερα δεν είναι βουλή10, δεν είναι θώκος, δεν είναι αυλή(με την έννοια της συμμετοχής των ανθρώπων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, με την έννοια της γειτονίας). Είναι πεδίο, είναι πλάνο, είναι οδός. Δεν εξασκεί, δεν παιδεύει. κρυερά τέρπει, πληκτικά ξοδεύει, αόριστα υπάρχει.
Ο αντίθετος ισχυρισμός θα υποστήριζε τα εξής: η πόλη άνοιξε, χώρεσε τα πάντα μέσα της, τα ενέταξε, τα έκανε μέρος της, χωρίς να απαιτείται η διακριτή χρήση των κενών για να εκφραστεί. Τα στέκια, οι γειτονιές, οι αυλές, οι παρέες έχουν μετουσιωθεί (θα ήταν ορθότερο να λέγαμε ότι έχουν εξαφανιστεί) και δε θεωρείται πλέον ο δημόσιος χώρος λειτουργικό πεδίο άσκησης κοινωνικότητας, πολιτικής διαπάλης ή αναψυχής. Η συλλογικότητα, η επικοινωνία, η επαφή απαιτούν πλέον τη χρήση μέσων (ηλεκτρονικών ή μηχανικών) για να εκφραστούν, αφού τα χαρακτηρίζει η ευρύτητα, η απόσταση, η διάχυση, η συνεχής αναζήτηση. Ο στενός ορίζοντας ενός πεδίου (του δημοσίου χώρου) φαντάζει εξαιρετικά μικρός και περιοριστικός για τα τόσα που πρέπει να ειδωθούν και να εκφραστούν. Ας απελευθερωθούμε λοιπόν, ας πετάξουμε. Και σε τελική ανάλυση, θέλουμε φρούρια, θέλουμε κάστρα εντός της πόλης; Θέλουμε μικρές ουτοπίες σ' έναν κόσμο που τον ρεαλισμό του ζει και προχωρά;
Η τεχνοκρατική (η νεωτερική) αντίληψη παραγωγής πόλης, παραπέμπει στη σκόρπια πόλη, που της αποδόθηκε (με σκωπτική διάθεση βεβαίως) ο όροςμετάπολη (Γ. Σημαιοφορίδης, 1998). Η πόλη πρέπει να «χυθεί», να απλωθεί, να φύγει μπροστά, χωρίς τείχη και φραγμούς. Πρέπει να πάψει να φυγομαχεί με τα όριά της, πρέπει ν' αφεθεί. Στο πλαίσιο αυτό, οι όποιες προσπάθειες ρήξης με το παρελθόν, αλλά και με το παρόν της πόλης, κρίνονται επιβεβλημένες. Όχι στην παραδοσιακή «ασφυκτική» πόλη, με τους δαιδάλους της και τ' αδιέξοδά της, στην οποία το (κάθε) άνοιγμα (ο ελεύθερος χώρος) φαντάζει ως σωτηρία. Όχι στην προσκόλληση στο παρελθόν σ' ότι αφορά στη δημιουργία, όχι στη συνέχεια. το νέο δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο παλαιό, η δημιουργία πρέπει ως γέννημα ν' αναφανεί -αντί της μετάπολης, ο καθηγητής Δημήτρης Φατούρος προτείνει την πολυ-πόλη, η οποία είναι πολύ-πολική (οργάνωση κατά πόλους μικροπόλεων), με διαφορετικούς βαθμούς και τρόπους συγκρότησης.
Νάναι άραγε λόγος αυτός, που η πλατεία γνωρίζει την απαξίωση; Νάναι ότι πρεσβεύει -η αντίστασή της στη σύγχρονη πόλη, στο status της αταξίας ή της σκόρπιας οργάνωσης που επιδιώκεται-, αυτό που την κάμει ουτιδανή; Ο δημιουργός προχωρά καταιγιστικά. Ως υπέρβαση, ως επανάσταση το εννοεί.όμως, μην η τολμητία του είναι προϊόν της σύγχυσής του; Μην παρανοεί εξωθώνοντας το δημιούργημα στα όριά του, ξεπερνώντας τις αντοχές του συστήματος, υπερβαίνοντας τα μέλλοντα;11.

kapetanios.2010.06.05.jpg

Φωτ.: Πλατεία Αγ. Μελετίου Σεπολίων στην Αθήνα. Ο νέος ναός (επάνω φωτογραφία) «πήρε» μέρος της κατάφυτης μικρής πλατείας, ενώ και ο παλαιός (κάτω φωτογραφία) παρέμεινε! Το αποτέλεσμα είναι να υφίστανται δύο ναοί στην πλατεία. Ελληνικό φαινόμενο;


kapetanios.2010.06.06.jpg

Η επιστροφή στις ρίζες, σ' ένα πρωτογενές θεμελιακό αξιακό σύστημα, παραγωγής και συντήρησης μικρών ελπίδων, μήπως τελικά διαμορφώνει την προοπτική μας; Ναι, λοιπόν, στις μικρές ουτοπίες -εάν έτσι τις θεωρήσουμε-, γιατί το όνειρο συντηρούν, γιατί το κρατούν ζωντανό: το όνειρο της λύτρωσης. Μια ποιότητα, ένα σκαλί κάθε φορά είναι η λύτρωσή μας, γι' αυτό και πρέπει όρθιο να κρατείται ότι σε τούτο κατατείνει. Ο Le Corbusier είχε σοφά πει στη Χάρτα των Αθηνών: «Η πόλη, επειδή είναι μια "μικρή πατρίδα", είναι φορέας ενός ήθους που είναι αξεδιάλυτα δεμένο μαζί της». Το ήθος της πόλης λοιπόν πρέπει να διαφυλάξουμε, γι' αυτό και τις ποιότητές της δεν πρέπει να καταστρέψουμε. Όχι στους ξερότοπους, όχι στους πνιγηρούς τόπους, τους υπόδουλους, που η σύγχρονη πόλη θέλει να προβάλει ως ικανούς για τη λειτουργία της. Όχι στην αφομοίωση που σβήνει την ομορφιά, που τη διαλύει κάτω από το φάσμα της σιδηράς, ψυχρής εξουσίας της. Στους τόπους τους μικρούς, η ελπίδα υπάρχει ως αντίσταση στη σκληρή, απόλυτη πόλη. Στους τόπους αυτούς, τους δημόσιους, μια συνείδηση χρέους θα πρέπει ν' αναπτυχθεί. Μια συνείδηση που θα τους προστατεύσει, θα τους ανάγει, θα τους κάμει ιδικούς μας. Ναι, εντέλει, στα κάστρα εντός της πόλης, εάν σε τούτο οδηγούν: στο να γίνεται η πόλη περισσότερο ανθρώπινη, λιγότερο σκληρή, περισσότερο ζεστή κι άμεση. Χρειάζονται να υπάρχουν ως πηγές, ως ανάσες, ως αντίσταση. κι άμποτε να έλθει η μέρα, η ανθρώπινη πόλη να τα δεχθεί ως μέρος της, γιατί η ίδια, παρά τα όσα υποκριτικά ισχυρίζεται, τα αποβάλλει και τα φτονεί.
Ας δούμε και τούτον τον ισχυρισμό: οι καιροί έχουν αλλάξει, ο κόσμος τρέχει διαρκώς κι ακαταπαύστως, δαπανάται σε συλλογισμούς κι έγνοιες, αποσπάται σε θεάματα, ζει την έντασή του και φαίνεται -στο υλικό του πάθος- να την απολαμβάνει (sic). Ποία η χρεία της «νωχελικής» πλατείας λοιπόν, σ' έναν κόσμο που η συνεχής δραστηριότητά του δεν του αφήνει χρόνο να αισθανθεί, να νιώσει το χώρο, πολύ δε περισσότερο να τον βιώσει; Γιατί η πλατεία να του είναι αναγκαία, όταν τα ελαφρά που τον αλαφρώνουν -και τού είναι σημαντικά στην πυρετική του ζήση-, τα βρίσκει στο άμεσο προσωπικό του πεδίο -τις περισσότερες φορές, με το πάτημα ενός κουμπιού- ή στις καθιερωμένες μορφές διασκέδασης, χωρίς ο ελεύθερος χώρος να του κινεί το ενδιαφέρον να τ' αναζητήσει σε αυτόν; Υπό τούτη την έννοια, η πλατεία αποκτά την κυριολεκτική της σημασία, ως «πλατιά οδός» -πατιέται, δεν περπατείται-, γι' αυτό κι ο άνθρωπος αδιαφορεί για το μέλλον της. η πλατεία αφήνεται στην τυχαιότητά της ή στην κακουργία των διαχειριστών της.
Όμως, πόσο ανέλπιστα αποζητιέται όταν οι αποκαμωμένοι αστοί συνειδητοποιήσουν τ' αδιέξοδά τους, όταν η φθορά κινήσει βαθιά τους συναισθήματα και τους συγκινήσει, όταν η δολία ισοπέδωση παρασύρει κι αυτούς και νιώσουν απειλητικό τον κίνδυνο του πνιγμού στο τίποτα!.. Τότε θα επιζητήσουν το άϋλο, το απλό, το μικρό. Στο άφορτο, στην απλωσιά, στο ξάγναντο η ελπίδα. Εκεί όπου η ζωή εκφράζεται, σε χώρους ανθρώπινους,τους δημόσιους χώρους, το μέλλον...

Η σύγχρονη αστική πλατεία ως μη-τόπος
Γιατί θεωρούμε τη σύγχρονη αστική πλατεία ως μη-τόπο; Γιατί πικρά τη βλέπουμε; Γιατί σκληρά την κρίνουμε; Η απάντηση απλή: η σύγχρονη αστική πλατεία έχασε την ουσία της, έχασε την ψυχή της. Άχνωτη, κενή, παράταιρη στο σημερινό γίγνεσθαι -στο κατεστημένο της οικτρής υποταγής στη σκλήρυνση των καιρών-, αποξενωμένη από τα γύρω της, από την ιστορία και το φάσμα της, απομεμακρυσμένη από την αποστολή της, παραδέρνει στο υπόφαιο σκότος της εγκατάλειψής της.
Ας αναρωτηθούμε: Ποια η αξία ύπαρξης πλατειών χωρίς τους ανθρώπους της; Ποιος ο λόγος ύπαρξης του κενού όταν δε γεμίζει με ζωέςπου όμορφα το πληρούν χωρίς να το κάμουν φορτικό. Οι σκιές, οι άψυχες ζωές -οι άδειες, οι χωρίς ενέργεια-, δεν το γεμίζουν, το αφήνουν τραγικά αδειανό. Ο χώρος απαιτεί πλήρωση, θέλει ενέργεια για να γεμίσει. Η έλλειψη αυτής, βαθαίνει το κενό, ανοίγει το χάσμα του.
Όταν ο χώρος διεκδικείται (κι «αξιοποιείται»!) ως τέτοιος κι όχι ως τόπος, τότε το σχήμα δε γεμίζει και δεν υψώνεται, δε μετουσιώνεται σε σώμα, και η αποστολή του κενού -στο να γεμίσει με ζωή-, έχει αποτύχει. Στην πόλη, μπορεί να δημιουργούμε κενά, που αποκτούν τα τυπικά -χωρικά και λειτουργικά- χαρακτηριστικά για να θεωρηθούν πλατείες, όμως, όταν αυτά δεν αποτελούν μέρος του ανθρώπινου γίγνεσθαι, του «λειτουργείν» και του «παράγειν», όταν αξιακά παραγράφονται και δεν εντάσσονται ενεργά στον κόσμο -και το βίο- του ανθρώπου, τότε παραμένουν -τραγικά- κενά.
Πότε ο χώρος γίνεται τόπος; Πότε το σχήμα γίνεται σώμα; Ο καθηγητής Ν. Κ. Μουτσόπουλος προσδιόρισε τον χώρο ως «τον τόπο που "χωράει", αλλιώς θα ήταν "αδιαχώρητος"»12. Όταν ο χώρος γεμίζει με ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, με συναισθήματα, με οράματα, με προσδοκίες, με όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος με αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, όταν -θα προσέθετα- είναι γεμάτος με ψυχές, τότε γίνεται τόπος (Στεφάνου Ι., 2005). Ο Marc Auge καθόρισε ως μη-τόπο το χώρο που δεν είναι ανθρωπολογικός, καθότι οι ανθρωπολογικοί χώροι δημιούργησαν έναν οργανικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων και των στοιχείων του χώρου, που διαχέεται σε αυτόν και τον καθορίζει (M. Auge, 1992). Όλα συνεπώς που κάμουν το χώρο να «μιλά», ν' «ανασαίνει», κείνα που τον κάμουν ζωντανό, που τον γεμίζουν με περιεχόμενο, τον κάμουν τόπο.

kapetanios.2010.06.07.jpg

Φωτ.: Που εχάθη η Ακρόπολη; Με το τοιχίο της αναμορφωμένης πλατείας Ομονοίας το 2002, εχάθη η θέα της Ακρόπολης από τη λεωφόρο της 3ηςΣεπτεμβρίου. Παράδειγμα υποβάθμισης του αστικού ελεύθερου χώρου εξαιτίας της αναμόρφωσής του. Υπογραμμίζεται ότι η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης κατασκευής της πλατείας Ομονοίας αποσκοπούσε στο να γίνεται ορατή από το σημείο αυτό η Ακρόπολη, ως έχουσα από εκεί την καλύτερη γωνία θέασης.

Τόπος είναι το δημιουργημένο, το ανθρώπινο. μια -κατά το μάλλον ή ήττον- ολότητα. ολότητα ζωής, ιστορίας, μνήμης, τέχνης (πολιτισμού γενικότερα), μύθου, κοινωνικότητας. Είναι το παραγόμενο που φτιάχτηκε για να μιλά, για να είναι ζωντανό, για να προσφέρει, για να αντλεί και να εκπέμπει. Ως τέτοιο έχει αξία, ως τέτοιο έχει αποστολή. Εάν αποφεύγεται, εάν για κάποιο λόγο μεταπίπτει σε αχρησία, εάν απαξιώνεται στη συνείδηση των δημιουργών του (του λαού, δηλαδή) και μεταπίπτει σε έρημο, τότε παύει να είναι ζωντανό, παύει να έχει αποστολή. Παύει, συνεπώς, να είναι τόπος, αφού ως δημιουργία αρχικά θεωρήθηκε, έπαυσε όμως στη συνέχεια ως τέτοια να υφίσταται13.
Ο άνθρωπος απουσιάζει από τις σημερινές αστικές πλατείες. Τις πατά, τις προσπερνά, δεν τις περπατά -«...στις σύγχρονες πόλεις έχει χαθεί το περπάτημα», διαπίστωνε το έτος 1943 ο εμβληματικός αρχιτέκτονας Le Corbusier στην πρώτη έκδοση της Χάρτας των Αθηνών. Τις διέρχεται, δεν τις περιηγείται. Η κίνηση και η στάση τις χαρακτηρίζει, στα πλαίσια όμως της πόρεψης, της περιπέτειας του ανθρώπου στους δαιδάλους της σύγχρονης πόλης. Η προσπελασιμότητα είναι το επιζητούμενο σε αυτές. γι' αυτό και φροντίζεται ως αξιοθέατα να δομούνται. Δια τούτο, η κολακεία του οπτικού νεύρου είναι κυρίαρχη. Η οπτική φυγή του αστού στο κενό της πόλης, αναγκαία στο κλίμα της βιάσης και του πυρετού του, ικανοποιείται με τη δημιουργία και προβολή αισθητικών στοιχείων-συνθέσεων, που απαλύνουν την αίσθηση του κενού και γεφυρώνουν το χάσμα της επικοινωνίας του με το χώρο.
Από τον παραπάνω κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε και η ιστορική αστική πλατεία (όπως, π.χ., η πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο), αλλά ούτε και η δυτικότροπη πολιτιστική-μνημειακή αστική πλατεία (όπως, π.χ., η πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη), οι οποίες είθισται να λειτουργούν ως αξιοθέατα (ως atraction), αφού η αποστασιοποίηση του ανθρώπου από την ιστορία και το παρελθόν του τόπου, είναι δεδομένη. Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στις περιπτώσεις αυτές η ιστορικότητα ή το πολιτιστικό ενδιαφέρον των πλατειών αποπνέει μιαν ευλαβικότητα, έναν σεβασμό, μια μεγαλοπρέπεια, που μοιραία οδηγεί σε ανάταση, φορές σε εξύψωση -αν κι αυτό προϋποθέτει προηγούμενη σπουδή κι επίσκηψη. Ως εκεί φτάνει όμως η όποια ουσιαστική προσέγγιση του χώρου. Διότι συνήθως, με τον εμπλουτισμό του με αισθητικά στοιχεία για την εύκλεια προβολή του υλικού, επιδιώκεται η έλκυση του αδιάφορου και -τις περισσότερες φορές- απαίδευτου ανθρώπου-καταναλωτή, ώστε τούτο να γίνει αποδεκτό κι αισθητικά καταναλώσιμο. Μοιραία λοιπόν ο χώρος μετατρέπεται σε θέαμα, σε αξιοθέατο. Παύει η ιδέα σε αυτόν, ενώ έχει χαθεί και η υποβλητικότητα της λιτότητας και της δωρικότητάς του. Το βλέμμα υποκαθίσταται από τη ματιά, το συναίσθημα από την αίσθηση. Τούτο οδηγεί σε αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, που είναι η ανάδειξη-προβολή της ιστορικότητας του χώρου, ακόμη και της μνημειακότητάς του, στα πλαίσια μιας δομικής ολότητας, αφού ο χώρος αποσυνέχεται, διασπάται κι αυτοαναιρείται, με τη σκηνική προβολή του. Έτσι, κείνο που αποκομίζεται από τον παρατηρητή είναι μια εντύπωση θαυμασμού, όχι για τη δημιουργία, αλλά για το κατασκεύασμα. Και τούτο διότι ο άνθρωπος δεν λειτουργεί ως συμμέτοχος, ως θεωρός, παρά ως καταναλωτής εικόνων, και φροντίζεται όμορφα αυτό που επιθυμεί να του προσφέρεται.
Ο άνθρωπος δεν «αισθάνεται» πια τις πλατείες, δεν τις νιώθει, δεν ενσκήπτει σε αυτές, ακριβώς γιατί δεν τις βιώνει, γιατί είναι αποστασιοποιημένος από τη φύση τους. Τις χρησιμοποιεί, είτε ικανοποιώντας λανθάνουσες ανάγκες του, καθιερωμένες απολαύσεις του, στα πλαίσια ενός βίου τακτικού-τεχνοκρατικού (η πλατεία ως πεδίο κατανάλωσης, διασκέδασης, διαφήμισης), είτε γιατί τα βήματά του στους λαβυρίνθους της πόλης τον φέρνουν σε αυτές, οπότε αναγκαστικά τις διέρχεται (η πλατεία ως πλατύς δρόμος). Όμως -τι ειρωνεία! -, τούτο που δημιουργήθηκε από τον ίδιο ως πεδίο διοχέτευσης της ενέργειάς του κι αποτέλεσε τη χωρική συνισταμένη πορειών και δράσεων, έχει αφεθεί στην αδιαφορία της διέλευσης: ταχέως ή χασμωδώς την προσπερνά, μη λογιάζοντας για τα σκόπιμα, τα ιδικά του -δεν είναι ξυπνητός με τα γύρω του, δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία τους.
Η πλατεία, στη συνείδηση του σύγχρονου αστού αποτελεί χρήση, κι αυτό την κάμει αδιάφορη. Δεν τη νιώθει (ο αστός) οικεία, δεν έχει ερεθίσματα γι' αυτήν. Δεν είναι μέρος του περιβάλλοντός του, δεν είναι καν η εξοχή που επιθυμεί. Είναι απρόσωπη επίπεδη επιφάνεια, χωρίς περιεχόμενο, που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη επικοινωνίας και διαλόγου του πολίτη με τα στοιχεία του χώρου, αλλά κι αυτών μεταξύ τους (υπάρχει έλλειψη επαφών, συναισθημάτων, δράσεων). Εντέλει, η πλατεία για τον αστό είναι έρημος, μια έκφραση της στειρότητας και σκληρότητας της πόλης. Αποτελεί μέρος ενός σκηνικού που αύριο μπορεί ν' αλλάξει και να επαναδιαμορφωθεί. Είναι μέρος ενός συστήματος κι όχι μιας σχέσης, κάτι που κάμει τα γύρω να μοιάζουν ψυχρά υλικά συγκεκριμένης χρήσης. Η αντιμετώπιση αυτή καθιστά τον τόπο «άπληρο», ανεπαρκή, και η σύνολη κενότητα, τον καταβιβάζει σε χώρο.

kapetanios.2010.06.08.jpg

Φωτ.: Η πλατεία των Ποιητών στο Περιστέρι τον χειμώνα του 2003, την περίοδο της κατασκευής της. Τόνοι μπετόν στη δύσμοιρη πόλη...

Επεκτείνοντας τον παραπάνω συλλογισμό, διερωτόμαστε: να είναι άραγε αυτός ο λόγος που οι πλατείες σήμερα φυτεύονται (έστω κι αν λειτουργούν ως ταρατσόκηποι, όπως, π.χ., η Ομόνοια), που γίνονται άλση, κήποι, πάρκα.λόγω της ανάγκης να γίνουν τόποι; Μήπως το κενό απαιτεί να γεμίσει με το έμψυχο που λείπει και στον άνθρωπο δεν ανευρίσκεται; Μήπως τελικά οι ίδιες οι πλατείες, ως κατασκευάσματα κι όχι ως δημιουργίες, με την εικόνα τους (τη διαμόρφωσή τους και τα υλικά τους), γίνονται ψυχρές κι άζωες, διώχνοντας τον άνθρωπο, γι' αυτό και φυτεύονται. για να γίνουν ζεστές, ανθρώπινες, για να γίνουν τόποι;
Βέβαια, η φύτευση των αστικών πεδίων αποτελεί τη μια εκδοχή σ' ότι αφορά στη λειτουργία της πόλης. Η άλλη, που κατά βάσιν είναι κυρίαρχη, παραπέμπει σε καταστροφή του πρασίνου των ελεύθερων χώρων και σε κατάληψή τους, χάριν της επιχειρηματικής εκμετάλλευσής τους, στην απώλεια της θέας και της προοπτικής των ανοικτών πεδίων, με χρήσεις ή κατασκευές αποκλεισμού τους, στην χρηστική -για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος!- εκμετάλλευσή τους στα πλαίσια της κοινοχρησίας τους (δημιουργία αθλητικών, πολιτιστικών κ.ά. εγκαταστάσεων σε αυτά) κ.τ.λ.
Τελικά, η σημερινή αστική πλατεία είναι αφιερωμένη στους ανθρώπους της; Είναι προορισμένη γι' αυτούς; Οι ίδιοι απαντούν με την -πολλαπλώς εννοούμενη- απουσία τους! Έτσι, αφού η γενικώς εννοούμενη στειρότητα του χώρου, δε μπορεί να καλυφθεί με τους «ανύπαρκτους ανθρώπους», που δεν αισθάνονται και δεν ενεργούν στο χώρο αυτόν, φαίνεται ότι απαιτείται να εισέλθει η φύση στα κενά της πόλης για να τη γεμίσει.


Ο ρόλος του φυτού στην αστική πλατεία, άλλοτε και τώρα
Ο άνθρωπος με τη στάση του, με τον τρόπο ζωής του, παραχώρησε το δικαίωμά του, της πλήρωσης του χώρου, στη φύση. Σήμερα βλέπουμε τις πλατείες να φυτεύονται, και τη βλάστηση να προβάλει ως κυριαρχούν στοιχείο στο χώρο, κατά τρόπο που κάθε άλλο παρά ως αισθητική αισθητική παρέμβαση λογίζεται, αλλά ως συμπλήρωση με ζωή του άπληρου κι άζωου σκηνικού (βλέπε τις περιπτώσεις τέτοιων αστικών πλατειών στην Αθήνα, ήτοι: Ομόνοια, πλατεία Συντάγματος, πλατεία Βάθη, πλατεία Κολωνακίου, πλατεία Εξαρχείων κ.ά.) Τούτο φαίνεται να συμβαίνει: αφού η πλήρωση τού κενού δεν είναι από τον άνθρωπο θεμιτή/δυνατή, αφού τις ανάγκες του δεν εξυπηρετεί, αποδίδεται στη φύση, για ν' αποκτήσει ο χώρος αποστολή. Κι αυτό εντέλει φαίνεται να είναι μια ωραία πρωτοβουλία, μια όμορφη παρέμβαση εις όφελος του αστού!..
Ο άνθρωπος «έδωσε τόπο» στο χώμα, στο φυτό, κι άφησε το φυσικό στοιχείο να καλύψει και να πληρώσει αστικά κενά (όπου, φυσικά, δεν αλλοιώθηκαν ή εξαφανίστηκαν αυτοί οι χώροι από αλλότριες χρήσεις). Αυτό προέκυψε αυθόρμητα, φυσιολογικά, διότι η πλακοστρωμένη πλατεία, από ένα σημείο και ύστερα, βαδίζοντας στα χνάρια του σύγχρονου και του ουτιδανού, φάνηκε ξένη στον αστό. η σφράγιση της γης τού φαινόταν εχθρική. Κι επιζήτησε ότι η άσφαλτός και το τσιμέντο τού στέρησαν: το γήινο. Σκέφτηκε: Γιατί οι πλατείες ν' αποστερούν από το οικοσύστημα της πόλης το πολύτιμο έδαφός του, τα φυτά, τις ευωδιές και τα χρώματα της φύσης;14 Και τ' αναζήτησε επαναφέροντας τη χαμένη φυσικότητα. Μια επιστροφή λοιπόν στο πρωτογενές, ένας τυραγνισμός για την αγνοημένη φυσική ζωή, ένας επανακαθορισμός της φυσικότητας, μια επανασύνδεση με το κοιμώμενο ορμέφυτο της δημιουργίας, μια ανάγκη για παραγωγή φύσης, στα πλαίσια του επαναπροσδιορισμού αντιλήψεων και προτύπων, για να συνεχίσει να υπάρχει ζωή στην πόλη. για τούτα, η πλατεία αναθεωρείται αποδιδόμενη στη φύση15.
Το φυτό στον αστικό χώρο δεν πρέπει να αγνοείται και ο ρόλος του να παραβλέπεται. Αυτό, με την κατάλληλη παρουσία, σύνθεση και διάταξη, προσφέρει οικολογικά, κλιματικά, αισθητικά, ενώ δεν πρέπει ν' αγνοείται και η παιδευτική του σημασία, μέσω της καλλιέργειας ποιοτήτων (συναισθηματικών, ψυχικών, αισθητικών, οικολογικών), που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον αστό και ν' αντικατοπτρίζονται στην πόλη του16. Στις σημερινές, όμως, τραγικές (ελληνικές) πόλεις -ακριβώς και λόγω της έλλειψης του πρασίνου-, ο αστός καταπνίγεται, μαραζώνει, φθίνει, σ' ένα περιβάλλον ασφυκτικό κι άρρωστο.Καθίσταται, έτσι, επιτακτική η ανάγκη φύτευσής τους, για να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Μοιραία επομένως προκύπτει το ερώτημα, κατά πόσον σ' ένα τέτοιο αρμαγεδδωνικό αστικό περιβάλλον, η παρουσία ενός πεδίου (της πλατείας), ενός ανοίγματος από το οποίο απουσιάζει η βλάστηση, είναι αρμοστή, ενδεδειγμένη κι αποδεκτή. Απαιτείται βέβαια να υπάρχει, για τον αερισμό, για τον καθαρισμό και την αποσυμφόρηση της πόλης -πέραν της εξυπηρέτησης κοινωνικών κι άλλων λόγων, που προαναφέρθηκαν-, όμως η φύτευση των πλατειών στους σημερινούς «άπνοους» καιρούς, μήπως επιβάλλεται; Η πόλη, ναι, ανασαίνει στις πλατείες, εφόσον όμως λειτουργεί ορθώς οικοσυστηματικά, γεγονός που σημαίνει ότι το πράσινό της θα πρέπει να είναι επαρκές και σωστά κατανεμημένο. Διαφορετικά, ο οικολογικός ρόλος των πλατειών δεν εκπληρούται. Τούτο γίνεται εμφανές στις σημερινές αστικές πλατείες της Αθήνας, που οι μικρές εξ αυτών (μέχρι 1 στρέμμα) υπερθερμαίνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας η θερμοκρασία τους μειώνεται ελάχιστα, μ' αποτέλεσμα να μη διαφοροποιούνται από το γύρω δομημένο χώρο (η θερμική νησίδα στους συγκεκριμένους χώρους συντηρείται λόγω των συνθηκών που διαμορφώνονται). Οι δε μεγαλύτερες εξ αυτών (των 5 έως 10 στρεμμάτων) εμφανίζουν ιδιαίτερα αισθητή μείωση της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της νύχτας στο κέντρο τους, ενώ με την απομάκρυνση προς την περιφέρειά τους, η αίσθηση της θερμοκρασιακής μείωσης εξαφανίζεται, χωρίς βέβαια η παρουσία τους να επιδρά στο γύρω δομημένο περιβάλλον. Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο ελεύθερος χώρος είναι φυτεμένος και ιδιαίτερα όταν αποτελεί πάρκο ή άλσος (η ύπαρξη ξηροφυτικής βλάστησης σε πόλεις όπως η Αθήνα, είναι πολύ σημαντική, διότι δημιουργεί συνθήκες μειωμένης θερμοκρασίας κι αυξημένης υγρασίας, ιδιαίτερα κατά τη θερμή περίοδο του έτους). Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρείται έντονη διαφοροποίηση των θερμοϋγρομετρικών συνθηκών από τον γύρω δομημένο χώρο, μ' αποτέλεσμα να επηρεάζεται θετικά κι αυτός (οι μεγάλες θερμοκρασίες του θέρους αμβλύνονται στον δομημένο γύρω χώρο, λόγω της θετικής επίδρασης της βλάστησης).

kapetanios.2010.06.09.jpg

Φωτ.: Η πλατεία των Ψηλών Αλωνίων στην Πάτρα, διαρρυθμισμένη σε πάρκο.

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός της (διακριτικής συνήθως) φύτευσης της πλατείας μπορεί να το δούμε ως προσπάθεια αυτοπροβολής της, η οποία, για να κινήσει αισθήματα και να εγείρει εντυπώσεις, προσπαθεί με την εγκατεστημένη (φυτική) ζωή να παρακινήσει τον άνθρωπο εν αυτής. Ακόμη κι έτσι να το δούμε, δεν αποτελεί παρά απέλπιδα προσπάθεια του απονενοημένου αστού να κινήσει τον εαυτό του προς τα ένδον, προς τα αγνοημένα αξιακά του πρότυπα (της αισθητικής, της δημιουργίας, της ευαισθησίας κ.ά.), κάτι που ως θετικό μπορεί να λογιστεί, διότι δηλοί μια -έστω και παράωρη- αντίδραση σε αποδομήσεις και θυσιασμούς, μιαν αντίσταση στην απώλεια των ανθρώπινων ποιοτήτων.
Με τη φύτευση των πλατειών όμως, επέρχεται ουσιώδης μεταβολή στο χώρο. Το ανοικτό πεδίο κλείνει, τα φυτά το γεμίζουν και το μεταλλάσσουν σε χώρο κοινοχρήστου πρασίνου. Η πλατεία έτσι αποκτά τη μορφή πάρκου, άλσους ή κήπου και αλλάζει ο προορισμός της, μεταπίπτοντας (από ελεύθερο χώρο) σε αστικό πράσινο. Οι πλατείες, για να παραμένουν πλατείες, θα πρέπει η βλάστηση σε αυτές να μην κλείνει το πεδίο, το πλάτος τους να μην περιορίζεται, καθότι η ευρύτητα του πεδίου και η ανοιχτότητα τις χαρακτηρίζει, για να τις διέρχεται ο αστός, να κάμει τον περίπατό του, να παράγει και να ασκείται κοινωνικά σε αυτές.
Το ποιος προορισμός, της πλατείας ή του αστικού πρασίνου, είναι ωφελιμότερος για την πόλη, είναι σχετικό. Η πόλη, για λόγους οικολογικούς και κοινωνικούς, έχει ανάγκη το πράσινο, έχει όμως ανάγκη και τους ανοικτούς χώρους. Μολαταύτα, όταν οι ανοικτοί χώροι δεν επιτελούν το ρόλο τους και λειτουργούν ως έρημοι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) στην πόλη, ενώ, από την άλλη πλευρά, το αστικό πράσινο παραμένει απελπιστικά λιγοστό, τότε ωφελιμότερο είναι οι πλατείες να φυτεύονται και να γίνονται πάρκα ή άλση17.
Παλαιά οι αστικές πλατείες φυτεύονταν, ήταν κήποι18. Μια ματιά σε φωτογραφίες και επιστολικά δελτάρια κείνης της εποχής, το πιστοποιεί αυτό. Μάλιστα, τοτινά έγγραφα και δημοσιεύματα (του δεύτερου μισού του 19ουαιώνα και των αρχών του 20ου) αναφέρονταν στον Κήπο της Ομόνοιας ή στονΚήπο της Πλατείας Λουδοβίκου (που εχάθη άδοξα όταν ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς -Δήμαρχος Αθηνών το 1934 και Υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης το 1939- τον κατέστρεψε μετατρέποντας την έκταση σε «αληθινή» πλατεία, δηλαδή σε γυμνό τόπο!)19 Η τάση υπέρ του πρασίνου ήταν κυρίαρχη έναντι κάθε λογικής που αποσκοπούσε στο να γεμίσει ο κοινόχρηστος χώρος με -συνήθως ετερόκλητες- χρήσεις και να καταστεί (κατά την άποψη των επίδοξων αξιοποιητών του) πολλαπλά λειτουργικός. Η χρηστικότητά του «θυσιάζονταν» προς όφελος της προσφοράς του φυτού -είτε αυτό λογίζονταν ως οικολογική προσφορά, είτε ως αισθητική. Η φύση επιζητούνταν στο δημόσιο χώρο, τα φυτά «άνθιζαν» στις πλατείες. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί ως προσπάθεια αποσύνδεσης από το στείρο παρελθόν (της Τουρκοκρατίας), όπου το φυτό απουσίαζε από τον κόσμο του Έλληνα, ή ως προσπάθεια πλήρωσης του κενού που η απουσία της φύσης δημιουργούσε στην πόλη.Ασυναίσθητα λοιπόν κυριαρχούσε η τάση υπέρ του φυτού, αφού επικρατούσε το ορμέφυτο της επαφής με τη φύση, με τη μάνα γη, έναντι της λογικής εκμετάλλευσης (με τη στενή ή ευρεία έννοια) του χώρου20.

kapetanios.2010.06.10.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα. Είχε τη μορφή κήπου (από επιστολικό δελτάριο εποχής).

Με τούτο ως αρχή, στη μικρή πλατεία χωρούσαν-άρμοζαν το φυτό, ο άνθρωπος και οι δράσεις του. Εκείνο που κατά βάση τη γέμιζε και την ιδιαιτεροποιούσε ως ζωτικό χώρο, ήταν η ζωή. Γι' αυτό και το φυτό αποτελούσε όχι μέρος του σκηνικού, αλλά βασικό-συστατικό στοιχείο του χώρου, αναγκαία παρουσία για τον άνθρωπο. Προσέφερε σκιά, προσέφερε δροσιά, προσέφερε προστασία, ήταν καταφυγή, ήταν συνήθεια, ήταν ο αέρας, ήταν η πνοή.



kapetanios.2010.06.11.jpg

Φωτ.: Η πλατεία Εθνικής Αντίστασης (πλατεία Κοτζιά, αποκαλείται!) στην Αθήνα, μπροστά από το Δημαρχείο Αθηνών, άλλοτε και τώρα. Ο όμορφος κήπος με το εμβληματικό κτίριο του Δημοτικού Θεάτρου (έργου του Τσίλερ) έγινε μια δυτικού τύπου «άγονη» πλατεία!


kapetanios.2010.06.12.jpg

Παρά ταύτα, οι πλατείες δε «χάνονταν» με τα πολλά φυτά, δεν αναιρούνταν ο ρόλος τους στην πόλη, δεν έχαναν την αποστολή τους. Δε διαμερισματοποιούνταν με τις (λελογισμένες, ομολογουμένως, και μικρής κλίμακας) κηποτεχνικές τους διευθετήσεις, διατηρούσαν ενιαία δομή, είχαν μία-συνεχή παρουσία, ήταν ανοιχτές, πλέριες, ήταν -με μια αναλογικά αρμονική παρουσία φυτών κι ανοιγμάτων- πεδία και γέμιζαν με τη ζωή του ανθρώπου και της βλάστησης. Αυτό συνέβαινε διότι τα φυτά λειτουργούσαν ως κρίκοι ζωής, ως ανάσες του χώρου, δεν ήταν άψυχα στοιχεία, αισθητικές μόνο παρουσίες. Ο χώρος πληρώνονταν λειτουργικά κι όχι σκηνικά, ήταν κατάφορτος με ενέργεια, με αύρα. και τούτο τού έδινε μιαν υπέροχη ιδιαιτερότητα.
Η φύτευση των πλατειών αποτελεί θα λέγαμε μια επιστροφή στο παρελθόν, με την εξής διαφορά όμως: σήμερα οι πλατείες φυτεύονται για νάχουν ζωή, ενώ παλαιότερα τα φυτά συντρόφευαν τη ζωή. Παραταύτα, καλοδεχούμενα κι έτσι...21


του Αντώνη Β. Καπετάνιου, Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου


Σημειώσεις
Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΜΠ Ιωσήφ Στεφάνου: «Ο τόπος δεν είναι απλώς ένας χώρος. Ο χώρος είναι αφηρημένη γεωμετρική έννοια που αξιολογείται με κριτήριο τη χωρητικότητά του, τη δυνατότητά του σε περιεκτικότητα. Όσο ο χώρος γεμίζει ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, συναισθήματα, οράματα, προσδοκίες, όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, τότε αυτός γίνεται τόπος» (άποψη διατυπωμένη στο συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου», επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005).
2 Προέκυψε ως ανάγκη εξεύρεσης τόπου έκφρασης της πηγαίας ανθρώπινης ενέργειας, που εκφράζεται διαφόρως και προσδιορίζεται ως κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, οικονομική κ.ά. δραστηριοποίηση.
Με τη χρήση του όρου «πλατεία» στο παρόν κεφάλαιο, αναφερόμαστε αποκλειστικά στην αστική πλατεία (την πλατεία της μητρόπολης), την οποία αντιμετωπίζουμε διαφορετικά από την πλατεία του χωριού.
4 Βλέπε: Δημητράκου Δημ., «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης», εκδ.Πρόοδος, Αθήνα 2008, στο λήμμα «πλατεία».
5 Έκφραση δανεισμένη από τη σατυρική τηλεοπτική εκπομπή του ηθοποιού Λάκη Λαζόπουλου με τον τίτλο «10 μικροί Μήτσοι», που παίχτηκε στην ελληνική τηλεόραση στη δεκαετία του '90 και ως σλόγκαν, περιπαιχτικό των συμπεριφορών μας, χρησιμοποιήθηκε από τα χείλη των νεοελλήνων για τα επόμενα χρόνια.
Η έννοια του αλλοτινού εν προκειμένω επεκτείνεται μέχρι και τη δεκαετία του '70.
Η έννοια της κεντρικότητας παλαιότερα, είχε ουσία, είχε περιεχόμενο, αφού σχετίζονταν με τη λειτουργία του χώρου, στα πλαίσια της δραστηριοποίησης του ανθρώπου σε αυτόν. Το κέντρο αποτελούσε το ζωτικό πυρήνα της πόλης, το σημείο αναφοράς της, την τομή των συνισταμένων δράσεων του ανθρώπου, και η πλατεία αποτελούσε την έκφραση του δεδομένου τούτου.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Προεδρικού Διατάγματος 23ης Φεβρουαρίου 1987, στους ελεύθερους χώρους αστικού πρασίνου επιτρέπονται αναψυκτήρια, αθλητικές εγκαταστάσεις, πολιτιστικά κτίρια και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις και χώροι συνάθροισης κοινού. Δεν είναι βέβαια λίγες οι περιπτώσεις που, παρά την «ανεκτικότητα» της διάταξης ως προς την εκμετάλλευση του χώρου, αυτή προκλητικά καταστρατηγείται (ή με άλλη διάταξη αλλάζει ο χαρακτηρισμός του ελεύθερου χώρου), για να τύχει καλύτερης αξιοποίησης ο χώρος! Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Κτήματος Θων στους Αμπελόκηπους, που προοριζόταν σύμφωνα με το Ρυθμιστικό της Αθήνας ως χώρος πρασίνου, πλην όμως, η χρήση του άλλαξε για να δημιουργηθεί εκεί συγκρότημα γραφείων. Μάλιστα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εντοπίζοντας το παραπάνω πρόβλημα σε μία από τις διαστάσεις του, έκρινε με την αριθ. 3447/2007 απόφαση ως παράνομες κι αντισυνταγματικές τις κάθε είδους μόνιμες ή κινητές κατασκευές που αναπτύσσουν τα αναψυκτήρια, τα εστιατόρια, οι καφετέριες κ.λπ. σε κοινόχρηστους χώρους.
9 Η έλλειψη μακροχρόνιας αστικής παράδοσης από τον Έλληνα, θεωρείται από ερευνητές του χώρου ως λόγος υποβάθμισης των αστικών πλατειών. Διαφωνούμε, καθότι οι συμπεριφορές δεν αποτελούν προϊόν παράδοσης, αλλά παιδείας.
10 Η συνήθεια της διατύπωσης δημόσια πολιτικής γνώμης και της πολιτικής αντιπαράθεσης των (μικροαστών ως επί το πλείστον) Ελλήνων σε πλατείες ή καφενέδες, έχει κατά το μάλλον ή ήττον εκλείψει, όχι τόσο γιατί έλειψαν αυτοί οι χώροι, αλλά μάλλον γιατί τα ενδιαφέροντα του κοινού στους εν λόγω χώρους άλλαξαν, λόγω -ως ένα βαθμό- και της μεταλλαγής των συγκεκριμένων χώρων.
11 Τούτο που είθισται να συμβαίνει, ποιητικά το απέδωσε ο ιδιόρρυθμος φιλόσοφος και δαιμόνιος μαθηματικός Πυθαγόρας ο Σάμιος, ως εξής: «Θα μάθεις πόσο οι άνθρωποι τες συμφορές μονάχοι / δημιουργούν και τ' αγαθό δεν βλέπουν μήτε ακούουν...» (από τα «Χρυσά Έπη» του Πυθαγόρα του Σάμιου, απόδοση Σίμου Μενάρδου, περιλαμβανόμενο στην «Ανθολογία της αρχαίας ελληνικής ποίησης» του ιδίου, με την επωνυμία «Στέφανος», έκδοση δεύτερη, εκδ, Δίφρος, Αθήνα 1971).
12 Άποψη διατυπωμένη στο συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου», επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005.
13 Η έννοια «δημιουργία» έχει εν προκειμένω την ουσιαστική σημασία της, ως παραχθείσα από το λαό εργασία κι ως παραχθέν για το λαό έργο, προς ικανοποίηση των αναγκών του (βλέπε: Ανδριώτη Ν.Π., «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής», Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1967, στο λήμμα «δημιουργία»).
14 Μία σκιά αναζητούσε ο Λουδοβίκος ο Α΄ της Βαυαρίας (ο πατέρας του Όθωνα) στην Αθήνα και δεν την έβρισκε. Γι' αυτό και παρακινούσε να φυτεύονται οι ελεύθεροι χώροι της πόλης. Είναι γεγονός ότι ο σκληρός μεσογειακός ήλιος, κατά τις καυτές ημέρες του καλοκαιριού, κάνει τις μεσογειακές αστικές πλατείες ανυπόφορες. Τότε, μετ' επιτάσεως ζητείται η σκιά ενός δένδρου... Το αντίθετο βέβαια συμβαίνει με τις πλατείες του ευρωπαϊκού βορρά, όπου εκεί ο ήλιος είναι επιζητήσιμος και η γυμνότητα του χώρου τον κάνει -ακριβώς για το λόγο αυτό- ελκυστικό.
15 Το αστικό πράσινο διαμορφώνει, στις περιοχές όπου υφίσταται, ιδιαίτερο μικροκλίμα, που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ασφυκτιούσα πόλη. Οι αστικοί χώροι πρασίνου, για να δημιουργήσουν ιδιαίτερες μικροκλιματικές συνθήκες, απαιτείται να έχουν μέγεθος επαρκές, ενώ η ευεργετική τους επίδραση είναι μεγαλύτερη με την αύξηση της επιφανείας τους, με ελάχιστο επαρκές μέγεθος την επιφάνεια διαμέτρου 250 μέτρων (Sperber, 1974). Κλειστές επιφάνειες πρασίνου, με δένδρα αραιώς φυόμενα, δημιουργούν ιδιαίτερο κλίμα σε επιφάνεια διαμέτρου 50 μέτρων και άνω (Finke, 1976). Οι χλοοτάπητες (γκαζόν), χωρίς δένδρα ή με την ύπαρξη αραιών και ελαχίστων, δημιουργούν ιδιαίτερο κλίμα σε έκταση εμβαδού 10 στρεμμάτων και πάνω (Wilmers, 1985).
16 Όλο και περισσότερο σήμερα, λόγω των «αβίωτων» συνθηκών διαβίωσης στην πόλη, γίνεται επιτακτική η ανάγκη παρουσίας της βλάστησης (και ιδίως της υψηλής) στους ελεύθερους χώρους της, για να παίξει το σημαντικό λειτουργικό της ρόλο. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του σημαντικού Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα: «...και εδώ γίνεται αντιληπτή η σημασία του δημοσίου ελεύθερου χώρου, πυκνά φυτεμένου με υψηλόφυλλο πράσινο» (Δεκαβάλλα Κ., «Από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή», έκδοση Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2008, σελ. 15). Τα ίδια λέγει ο αρχιτέκτονας καθηγητής Δημήτρης Φατούρος: «Οι μεγάλοι κήποι λείπουν -το ψηλό πράσινο, τα νερά, το χώμα και οι πέτρες, κατάλληλα χρησιμοποιημένα. Τόποι για να περάσεις μέσα από αυτούς, να κερδίσεις χρόνο ή να κάνεις τον ίδιο χρόνο αλλά διαφορετικής ποιότητας, για το πρωί και το βράδυ, για συζήτηση, και βέβαια για να βοηθήσουν στο κατάλληλο κλίμα για τις κοντινές περιοχές της πόλης» (Φατούρος Δ., «Ίχνος χρόνου. Αφηγήσεις για τη νεώτερη ελληνική αρχιτεκτονική», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σελ. 318). Παλαιότερα ο Le Corbusier, στη Χάρτα των Αθηνών, είχε θεωρήσει την παρουσία του πρασίνου ως συστατικό στοιχείο της σύγχρονης πόλης, ενώ κρίσιμη παράμετρος για την ορθή λειτουργία της ήταν ο σεβασμός στα στοιχεία της φύσης και η ανάδειξή τους. Είχε πει: «Ο χώρος θα πρέπει να παρέχεται απλόχερα». Ενώ, σε άλλο σημείο της Χάρτας προσέθετε: «Πρέπει να χρησιμοποιούμε όσες επιφάνειες πρασίνου υπάρχουν, να τις δημιουργούμε αν δεν υπάρχουν, ή να τις αναπλάθουμε αν έχουν καταστραφεί... (...) ...τα οικιστικά σύνολα θα έχουν την τάση να γίνουν πράσινες πόλεις» (Le Corbusier, «Η Χάρτα των Αθηνών», εκδ. Ύψιλον, β΄ έκδοση, Αθήνα 2003, σελ. 49, 58 και 68 αντίστοιχα).
17 Η μετάλλαξη ενός ελευθέρου αστικού χώρου-πλατείας σε πάρκο ή άλσος, αλλάζει τα δεδομένα της νομικής προστασίας του, αφού το πάρκο ή το άλσος προστατεύεται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ενώ ο ελεύθερος χώρος προστατεύεται με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας και οι επιτρεπόμενες χρήσεις σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικές (με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας δεν είναι ανεκτές χρήσεις ψυχαγωγικού, αθλητικού και πολιτιστικού χαρακτήρα στα πάρκα και τα άλση). Η παραπάνω μετάλλαξη του χώρου, εάν πραγματοποιηθεί, είναι δεσμευτική ως προς τον προορισμό του, καθότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το εν τοις πράγμασι πράσινο σε κοινόχρηστο χώρο τον μεταβιβάζει σε πάρκο ή άλσος κι απαγορεύεται η αλλαγή του προορισμού του. Όμως, και ο ελεύθερος χώρος δε μπορεί να μεταβληθεί και να αλλάξει η χρήση του θίγοντας τη κοινοχρησία, διότι, σύμφωνα πάλι με το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν είναι επιτρεπτή η επιδείνωση των όρων διαβίωσης του πληθυσμού με την πρόβλεψη χρήσεων γης, δυσμενέστερων για το οικιστικό περιβάλλον (σχετική η αριθ. 3447/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που προαναφέρθηκε στην αριθ. 8 παραπομπή).
18 Η έννοια «παλαιά» εν προκειμένω προσδιορίζεται χρονικά μέχρι και τον Μεσοπόλεμο.
19 Διάβασα σχετικά την εξής -ομολογουμένως «περίεργη»- άποψη από παράγοντα του Δήμου Αθηναίων, για την Πλατεία Εθνικής Αντίστασης (την έμπροσθεν του Δημαρχείου της Αθήνας πλατεία, που οι αθηναίοι επιμένουν να την αποκαλούν Πλατεία Κοτζιά, με το όνομα δηλαδή του εκτελεστή της!): «...η πλατεία αυτή φτιάχτηκε για να είναι πέρασμα, για να τη διασχίζεις και να φεύγεις, όχι για τη γειτονιά. Σε διαφορετική περίπτωση, η βιωσιμότητα του πρασίνου θα ήταν επισφαλής. Ο κόσμος δε θα ήταν εύκολο να το σεβαστεί...» (περιοδικό «ΟΙΚΟ» της Καθημερινής, τεύχος 1ο, 15/9/2002).
20 Στην Ελλάδα, οι νέες αστικές πλατείες (του 20ου αιώνα), κατά κανόνα περιέλαβαν τη βλάστηση ως βασικό, δομικό και λειτουργικό στοιχείο τους, κι όπου φτιάχτηκαν γυμνές, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε πολλές πράσινο ή, τουλάχιστον, επιδιώχθηκε η παρουσία του, έστω με τη μορφή παρτεριών ή νησίδων με φυτά ή γκαζόν [βλέπε περιπτώσεις πλατειών Ομονοίας (στη μετεξέλιξή της), ΚάνιγγοςΚλαυθμώνος κ.ά. στην Αθήνα]. Έτσι, κατά το μάλλον ή ήττον, αποκτούσαν προοπτικά μορφή κήπου, πάρκου ή ακόμη κι άλσους. Αντίστοιχα, οι (λαϊκές και κοσμικές) αστικές πλατείες του 19ου αιώνα (κυρίως του δευτέρου μισού) είχαν τη μορφή κήπου, όπως, π.χ., οι περιπτώσεις των πλατειών της Ομόνοιας (στην αρχική μορφή της), του Συντάγματοςτης Ελευθερίας στην Αθήνα κ.ά., ενώ οι αποκαλούμενες ιστορικές και πολιτιστικές πλατείες ήταν γυμνές από βλάστηση, υπερτονίζοντας με στοιχεία και με τη σκοπούμενη επιβλητικότητά τους το συμβολικό κι εμβληματικό χαρακτήρα τους (βλέπε, π.χ., την περίπτωση της πλατείας Λουδοβίκου στο Ναύπλιο, μετέπειτα πλατεία Συντάγματος).
21 Σήμερα θα λέγαμε ότι επικρατεί ένας παραλογισμός σε σχέση με τις φυτεύσεις που πραγματοποιούνται στους κοινόχρηστους χώρους και τη φιλοσοφία τους. Πώς είναι δυνατόν να αγνοούνται τα μεσογειακά φυτά, που ως ξηροφυτικά είναι πλήρως εγκλιματισμένα στις συνθήκες του τοπικού περιβάλλοντος κι εναρμονίζονται με το τοπίο και τη φυσιογνωμία της περιοχής (εξαίρεση αποτελούν αστικές περιοχές της βόρειας Ελλάδας ή ορεινές, με ηπειρωτικό τύπο κλίματος), και να φυτεύονται είδη της «εσπερίας», απαιτητικά σε θρεπτικές ουσίες και υδροβόρα, που επιβαρύνουν ενεργειακά κι αισθητικά το περιβάλλον, και που -φυσικά- ουδόλως το αποφορτίζουν, ούτε το εκλεπτύνουν; Πώς είναι επίσης δυνατόν να συνδυάζεται το υδροβόρο φυτικό είδος με το ξηροφυτικό -σ' έναν υπερβατικό θα λέγαμε συνδυασμό!-, ή το ξενικό φυτικό είδος με το ελληνικό, και να εμφανίζονται ως οικεία οικολογικά, με παρουσία αρμονική, που αναβαθμίζει το μικροπεριβάλλον της περιοχής; Ποία λογική μπορεί να ανεχθεί το πεύκο να φύεται καταμεσίς του γκαζόν και ποιο συναίσθημα μπορεί να εγερθεί όταν ο βραχυχίτωνας συνδυάζεται με το δενδρολίβανο; Αγνοείται το οικολογικό περιβάλλον της περιοχής, το τοπίο της, το φυσικό περιβάλλον της, η συνέχειά της. Αδικαιολόγητες μικρόνοιες, που όμως ανάγονται σε αμαρτήματα κατά της τοπικής φύσης, με αρνητικές -πλην μη συνειδητοποιημένες- συνέπειες για τη ζωή του αστού. Πέραν όμως του οικολογικού κριτηρίου, η συγκεκριμένη αντιμετώπιση θα πρέπει να κριθεί και πολιτισμικά, αφού τα φυτά του τόπου, τον χαρακτηρίζουν, συγκροτώντας το πνεύμα του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου (το genius loci), το οποίο παραπέμπει στην ιστορία και τον πολιτισμό αυτού. Αγνοώντας τα, αγνοούμε το πολιτισμικό πλαίσιο συγκρότησης του τόπου
Οικοσυστημική θεώρηση της αστικής πλατείας
Τι είναι οικοσύστημα; Μια οργανωμένη ενότητα εμβίων όντων και αβιοτικών στοιχείων, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μέσα στην οποία ανταλλάσσονται υλικά και πληροφορίες με κινητήρια δύναμη μια πηγή ενέργειας. Ένα οικοσύστημα δεν είναι ποτέ στατικό, συνεχώς μεταβάλλεται κι εξελίσσεται, μέσα από φυσικές, βιολογικές, χημικές και κοινωνικές διεργασίες που επιτελούνται, με τις οποίες επιτυγχάνεται η παρουσία της βιοκοινότητας και του βιοτόπου, που το χαρακτηρίζουν. Η κλίμακα θεώρησης του οικοσυστήματος διαφέρει κάθε φορά, εξαρτώμενη από το κριτήριο του θεωρού, ο οποίος μπορεί να αντιλαμβάνεται το οικοσύστημα σε μικροτοπικό, τοπικό, υπερτοπικό, περιφερειακό, εθνικό ή και παγκόσμιο επίπεδο, ανάλογα με το πώς τίθεται ή γίνεται αντιληπτή η οικοσυστηματική μονάδα.




Τα έμβια στοιχεία της κάθε βιοκοινότητας μπορεί να ποικίλουν ως προς το μέγεθος και την εν γένει παρουσία τους, έτσι που πολλές φορές το micro να την χαρακτηρίζει, κάτι που ο κοινός άνθρωπος (ο μη ειδήμων) δεν αντιλαμβάνεται ή δεν επιδιώκει να αντιληφθεί. Για παράδειγμα, το αγριολούλουδο που φυτρώνει στη χαραγή του πεζοδρομίου ή η αγγειώδης χλωρίδα των τοίχων της πόλης (μικροχλωρίδα), ακόμη δε, η πανίδα των σκωλήκων ενός κηπαρίου αυτής ή η «άφαντη» εντομοπανίδα του ρυπασμένου αέρα της (μικροπανίδα), αποτελούν μορφές ζωής που ως σύνολο με συγκροτημένη δράση σε επίπεδο επιφάνειας, συνιστούν βιοκοινότητα, που μαζί με το βιοχώρο στον οποίον ενυπάρχουν, δημιουργούν μια ιδιαίτερη μονάδα αστικού οικοσυστήματος, που παρέχει προσφορές, υπηρεσίες κι αγαθά -τις περισσότερες φορές αγνοημένα.
Στις αστικές οικοσυστηματικές μονάδες εγκαταβιώνει μια ζωή με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκεί θα συναντήσουμε είδη με προσαρμογές απίστευτες. Θα βρούμε εποικισμούς αξιοπρόσεκτους. Φυτικοί ή ζωικοί οργανισμοί που εγκαταστάθηκαν εκεί (είτε φυσικώς, είτε τεχνητώς), άντεξαν στο σκληρό αστικό περιβάλλον προσαρμοζόμενοι με εκπληκτικό τρόπο στις αστικές συνθήκες, χωρίς μολαταύτα να μεταβάλλουν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του είδους τους (π.χ., ζώα τροποποίησαν τις διατροφικές τους συνήθειες ή μείωσαν τις χωρικές τους απαιτήσεις για να επιβιώσουν).
Μια τέτοια αστική οικοσυστηματική μονάδα αποτελεί και η πλατεία της πόλης, η οποία, κάτω από τους θορύβους της ή την «κενότητά της», κρύβει τη μη αντιληπτή ζωή του χώρου της, τη ζωή που η φύση εκχύνει σε κάθε δημιούργημα κι απομένει στον δημιουργό άνθρωπο να τη δει, να τη νιώσει και να την προστατεύσει! Στην πλατεία, που ως μονάδα του οικοσυστήματος της πόλης θα την ιδούμε, θα διακρίνουμε εάν το θελήσουμε βιοκοινότητα και βιότοπο, ενώ τον πρώτο λόγο στις εισροές-εκροές ενέργειας στο τεχνητό τούτο σύστημα, τον έχει ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος κυριαρχεί στους αστικούς χώρους, τους εξουσιάζει και τους καθορίζει. Οι αστικοί χώροι κατακλύζονται από αυτόν, γίνονται κι απογίνονται αποτελώντας ενεργειακά πεδία υψηλών φορτίσεων, ακριβώς γιατί οι πόλεις φτιάχτηκαν από τον άνθρωπο για να χρησιμοποιούνται από αυτόν. Καλώς λοιπόν συμβαίνει ότι συμβαίνει, αρκεί ως δημιουργός ο άνθρωπος να λειτουργεί, να (συν)αισθάνεται και να προστατεύει το δημιούργημα. Στο αστικό οικοσύστημα συνεπώς (σε όποια βαθμίδα του κι αν το δούμε), υπεισέρχεται δυναμικά, καθοριστικά, συντελεστικά ο παράγοντας άνθρωπος, και τούτο, υπό κανονικές συνθήκες, δε θ' αποτελούσε πρόβλημα, αφού είναι ο δημιουργός του25. Μα όταν αυτός λειτουργεί εξουσιαστικά (και τούτο συμβαίνει κατά κανόνα στην ελληνική πόλη), τότε, χωρίς υπερβολή θα λέγαμε ότι αποτελεί τον καταστροφέα της!
Η μη συνειδητοποίηση της αξίας των κοινοχρήστων χώρων και της αποστολής τους, φαίνεται ν' αποτελεί πρόβλημα για τον Έλληνα, ο οποίος αντιλαμβάνεται αυτούς ως μέρος μιας συνιδιοκτησίας (στα πλαίσια της κοινοχρησίας) επί της οποίας υπάρχουν προνόμια μα όχι υποχρεώσεις. Τα προνόμια, που έγκεινται στην απόλαυση των αγαθών κι υπηρεσιών των εν λόγω χώρων, δε γίνονται αντιληπτά στο βαθμό και στο βάθος που παρέχονται, γι' αυτό και στην ουσία δεν απολαμβάνονται, παρά συντηρούνται ως αόριστες αξίες. κάτι που -εμμέσως- αποτελεί προσβολή του αγαθού, το οποίο τελεί σε καταστολή και καθίσταται μη γόνιμο. Έτσι απολιθωμένο όμως, όντας ευρισκόμενο σε κατάσταση λήθης, αφήνεται ανυπεράσπιστο σε κατατρεγμούς και καταχρήσεις, που ενεργούνται για να δικαιολογηθεί στη συνέχεια η μεταλλαγή του. Όσο όμως ο Έλληνας αστός απέχει από το δημόσιο χώρο και δεν ασκεί τις υποχρεώσεις του σε αυτόν ως ενεργός πολίτης, τόσο δεν κατανοεί το βάρος των αλλαγών και μεταμορφώσεων που επέρχονται, μ' αποτέλεσμα να λειτουργεί ως παθητικός καταστροφέας του, δεχόμενος στωικά τα δεινά που η αγνόηση του χώρου επιφέρει.
Η θεώρηση της πόλης ως οικοσύστημα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αειφορική διαχείρισή της, που είναι συνυφασμένη με το μέλλον της. Η αντιμετώπισή της ως ενεργό σύνολο, προϋποθέτει συνάντηση, συνεργασία, συνομιλία του κτιστού με το άκτιστο, του διαμορφωμένου με το αδιαμόρφωτο, του δημιουργήματος με τη φύση, υπό το πρίσμα μιας αντίληψης, που ο καθηγητής Δημήτρης Φατούρος ονομάζει βιολογία του χώρου27. Εάν η πόλη δεν αντιμετωπιστεί οικοσυστημικά και δεν εφαρμοστούν οικολογικοί κανόνες διαχείρισής της, δε θάχει μέλλον ως ζωντανός οργανισμός. Γι' αυτό και η νεωτεριστή αντίληψη γι' αυτήν, στρέφεται προς την ιδέα της οικόπολης. Η οικόπολη θεωρείται στα πλαίσια της συνέχειας και της εντέλειας του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελεί ένταξη σε αυτό του ανθρώπινου δημιουργήματος, καθώς στο τεχνητό-τεχνολογικό περιβάλλον της πόλης διατηρούνται στοιχεία της φύσης, ούτως ώστε, ως σύνολο το αστικό σύστημα να μην αποξενώνεται από αυτήν, έχοντας το χαρακτήρα του οικο. Έτσι γίνεται δυνατή η επαφή και η συνέχεια με το φυσικό περιβάλλον, ενώ η δημιουργική σχέση με το χώρο επιτυγχάνεται με την εφαρμογή προτύπων οικολογικής διαχείρισής του28. Επιπλέον, ακριβώς επειδή η οικόπολη είναι προσανατολισμένη στον άνθρωπο, καλλιεργείται η ενίσχυση των κοινωνικών-ανθρώπινων σχέσεων μέσα από δίκτυα επαφών, που εδράζονται στην ύπαρξη εστιών-κέντρων, κατασπαρμένων σε όλο της το εύρος (σε αντίθεση με το ένα κέντρο των παλαιών και σύγχρονων μητροπόλεων), στα οποία η ανθρώπινη επαφή είναι δυνατή (η γειτονιά αποτελεί τέτοιο κέντρο, ενώ η πλατεία αποτελεί χώρο εκδήλωσης της επαφής).

Επειδή όμως η παλαιά μητρόπολη ή η σύγχρονη πόλη απέχουν πολύ από τα standards της οικόπολης, ας επιχειρηθεί στους νέους καιρούς μια έστω προσέγγιση του μοντέλου της, με υιοθέτηση των αρχών της κι αντίστοιχες προσαρμογές. Παρεμβάσεις-αναπλάσεις προς τούτο, ολόκληρων συνοικιών ή και τομέων της πόλης, μπορεί να οδηγήσουν σε θαυμαστά αποτελέσματα, μετατρέποντας την κατατονική, αλγούσα πόλη, σε θαλερό, ζωντανό οργανισμό. Έτσι, μπορεί να μην έχουμε μία πόλη μέσα στη φύση (μια εξαρχής δομημένη οικόπολη), αλλά τη φύση μέσα στην πόλη (προσαρμοσμένη πόλη στο μοντέλο της οικόπολης)29.






Η πόλη-οικοσύστημα γίνεται αντιληπτή μέσα από τη σχέση των εμβίων κι αμβίων στοιχείων της. Το αγριολούλουδο του γείσου της στέγης οικίας και τα λουλούδια των μπαλκονιών ή τα φυτά των προκηπίων, των κήπων και των πάρκων-αλσών της πόλης, αποτελούν τα ζωντανά της στοιχεία, που ως φυσικά λογίζονται -αν κι ανθρώπινα δημιουργήματα-, τα οποία συμπλέκονται με τα σιδηρά και παγερά στοιχεία της (με την άσφαλτο, το τσιμέντο, το γυαλί κ.ά.), άλλες φορές αρμοστά κι άλλες ανάρμοστα, προσφέροντας τελικά πολυπλοκότητα και ετερότητα στο σύστημα. Αυτό όμως, για να κινηθεί και να υπάρξει -να γίνει οικο- απαιτείται τα ζωντανά του στοιχεία να παραμείνουν ζωντανά. Και προς τούτο, ο άνθρωπος-δημιουργός οφείλει να πράξει σωστά. Η συνειδητοποίηση της ύπαρξης τεχνητών βιοτόπων στην πόλη, τους οποίους ο άνθρωπος δημιούργησε είτε ηθελημένα, είτε χωρίς να το επιδιώκει κατά την κατασκευή της, καθώς και η υποχρέωση δημιουργίας νέων σε αυτήν, αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα για μια νέα αντίληψη θεώρησης της πόλης ως οικοσυστήματος, στο οποίο η αειφορία θα καθορίσει το μέλλον της. Παράλληλα, δεν πρέπει ν' αγνοείται η απομένουσα πρωτογενής φύση της πόλης, η οποία, είτε ιστορικά θεωρούμενη (συνταυτιζόμενη με γεγονότα ή στιγμές της), είτε οικολογικά (έχουσα κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία της ως οικοσύστημα ή χαρακτηρίζοντάς την τοπιακά), συνιστά πολύτιμο βιοαπόθεμα για το μέλλον της30.

Η πλατεία αποτελεί ένα ιδιάζον κενό στην πόλη. Πέρα από τον κοινωνικό ή ιστορικό ρόλο της, ο αισθητικός και ιδιαίτερα ο οικολογικός απασχολούν. Αναγκαιεί ως κενό στους αστικούς λαβυρίνθους, ως ανάσα στα τσιμέντινα τείχη, ως όαση στην αστική έρημο. Ως χώρο εκτόνωσης θα τον ιδούμε, του βεβαρημένου άχθους της πόλης, της πεπνιγμένης ατμόσφαιράς της. Ο βιοκλιματικός της ρόλος σημαντικός, για τη διάρθρωση και τη συνέχεια του δικτύου κοινοχρήστων χώρων της πόλης, για τη δόμηση και την ενίσχυση της αποστολής τους (για τη βελτίωση του αστικού μικροκλίματος31, για την εισχώρηση της φύσης στην πόλη και τη διάσπαση της μονοτονίας του αστικού τοπίου). Οι διαδρομές της αστικής φύσης, ιδωμένες ως διάχυση της φύσης της υπαίθρου στην πόλη, θα διασταυρωθούν στις πλατείες. εκεί θα καταλήξουν κι απ' εκεί νέες θα ξεκινήσουν. Ο αερισμός της πόλης, από τις πλατείες θα εξυπηρετηθεί, οι αστικοί αεραγωγοί βρίσκουν σε αυτές ανοίγματα/σημεία εκτόνωσης. τα αέρινα περάσματα βρίσκουν εκεί πεδία ανοικτά για τη διάχυσή τους στους αστικούς δαιδάλους. Οι πλατείες -όπως εξάλλου και κάθε κοινόχρηστος χώρος- είναι χώροι ικανοί να δεχθούν τις φυσικές διεργασίες και αποτελούν τους ρυθμιστές των παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος, αφού κάμουν δυνατό τον ηλιασμό ή το δροσισμό (ανάλογα), δίνουν τη δυνατότητα στον αέρα να κινηθεί και παρέχουν στα φυσικά στοιχεία ζωτικό χώρο.
Έχει ανάγκη τους ανοικτούς χώρους η πόλη, θέλει πλατείες, θέλει πεδία, που θ' αποτελέσουν τους ενεργειακούς της πόλους, που θα δώσουν ζωή. Απ' εκεί, το «αχ» της ανακούφισης θ' ακουσθεί, γιατί ελεύθερα θα πάγει, ψηλά, σε πλάτη32. Δε θα χαθεί σε τούνελ-λεωφόρους, σε στενούς, σκοτεινούς δρόμους, που θα το φθείρουν και θα το καταστήσουν περιττό. Δε θ' αντιλαληθεί σε θηριώδη -τα πέρα από την ανθρώπινη κλίμακα- κτίρια, που θα το αποδυναμώσουν και στο τέλος άδικα θα το σβήσουν. Δε θα καλυφθεί από υστερικές φωνές και πνιγηρούς θορύβους, κι άδοξα θα χαθεί. Στις πλατείες, η φυγή του ανθρώπου από τις στενωπούς του βίου του είναι δυνατή, έστω με ανάσες, έστω με μικρές ματιές ελευθερίας...
Οι πλατείες των πάρκινγκ
Η σύγχρονη πόλη με τ' αδιέξοδά της επιβάλλει λογικές, που στο μυαλό του απονενοημένου αστού φαντάζουν ως μόνες δυνατές να δώσουν λύσεις στην προϊούσα κρίση που βυθίζει αργά τη ζωή του σε αυτήν. Ένα βασικό πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί κι επιζητείται η λύση του, είναι η στάθμευση των εκατομμυρίων αυτοκινήτων που την κατακλύζουν33. Στα πολλά του κακοπαθούς βίου λοιπόν, τούτο προστάζεται: Η πόλη χρειάζεται πάρκινγκ, χρειάζεται χώρους στάθμευσης των Ι.Χ. αυτοκινήτων, τα οποία, στα χέρια των απελπισμένων αστών (λόγω της έλλειψης προφανώς τέτοιων χώρων), γίνονται κυρίαρχοι του κοινόχρηστου χώρου -είτε αυτός λέγεται πεζοδρόμιο, είτε πλατεία, είτε πάρκο κ.λπ.
Η επιβολή του μηχανικού μέσου (του αυτοκινήτου), που μετατρέπει τον χειριστή του σε εθελόδουλο μιας (εντέλει) καταναγκαστικής κατάστασης, διαμορφώνει ανάγκες για την εξυπηρέτησή του, ανάγκες στις οποίες ο αστός προσπαθεί ασθμένως να δώσει λύσεις. Μία «ωραία» ιδέα που υλοποιείται, προς εξυπηρέτηση του παραπάνω σκοπού, είναι η δημιουργία υπόγειων πάρκινγκ στην πόλη, τα οποία θα την αποσυμφορίζουν διπλά: αφενός θα «φιλοξενούν» τ' αυτοκίνητά της κι αφετέρου θ' απελευθερώνουν πεδία, για την ανάπτυξη πάνω τους κοινόχρηστων χώρων (πρασίνου ή μη). Έτσι η πόλη θα συνεχίσει εξυπηρετούμενη διπλά, αντιμετωπίζοντας δύο από τα κυριότερα προβλήματά της: της έλλειψης κοινοχρήστων χώρων και χώρων στάθμευσης. Είναι κακή ιδέα; Ας τη δούμε...
Η διάταξη της παραγράφου 1 άρθρου 8 νόμου 2052/1992 (ΦΕΚ 94/Α΄/5-6-1992) έδωσε τη δυνατότητα στη σύγχρονη πόλη τής κατασκευής υπόγειων χώρων στάθμευσης κάτω από κοινόχρηστους χώρους και χώρους κοινής ωφέλειας του σχεδίου της34. Η ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας κάτω από την πόλη, με την οικονομική εκμετάλλευση του υπόγειου χώρου στάθμευσης, απολαμβάνει την κοινή εύνοια, καθώς, όχι μόνο δεν ασκείται κυριαρχικά έναντι των κοινοχρήστων χώρων της πόλης, αλλά τουναντίον, άνωθέν της υφίσταται κι απολαμβάνεται ο κοινόχρηστος χώρος. Η επιχειρηματική εκμετάλλευση λοιπόν του υπόγειου αστικού χώρου, απενεχοποιημένη και χωρίς βάρη, όχι απλώς δεν αντιστρατεύεται τον κοινωνικό ρόλο της πόλης, αλλά συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών της. Μπορεί η προσφορά αυτή ν' αμφισβητηθεί;
Θα λέγαμε πως ναι, αν αναλογιστούμε ότι η Αθήνα, όπως και οι περισσότερες από τις ελληνικές μητροπόλεις, υπολλείπονται λειτουργικά κι οργανωτικά ακόμη και του μέσου επιπέδου των ανεκτών οικιστικά/χωροταξικά πόλεων του δυτικού κόσμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι κάθε τέτοιος υπόγειος χώρος, ενώ θα έπρεπε να εντάσσεται στο δίκτυο οργάνωσης της πόλης, ως μονάδα ενός συνόλου που στηρίζεται σ' έναν κεντρικό ή υπερτοπικό/περιφερειακό σχεδιασμό, για να μπορεί βασικά και ουσιαστικά να προσφέρει στο σύστημά της, κάτι τέτοιο εν προκειμένω όχι απλώς δε συμβαίνει, αλλά βρίσκεται μακριά από τη λογική των κρατούντων. Το ζήτημα εντοπίζεται ως εξής: Μία πόλη μη λειτουργική, μια πόλη χαοτική35, μία πόλη που υστερεί τραγικά σε πράσινο, ενώ αντίθετα τής περισσεύουν τα Ι.Χ. αυτοκίνητα, αντί να στραφεί σε περιορισμό τους και πρασινισμό της, κάμει το ακριβώς αντίθετο. Στρέφεται σε λύσεις εξυπηρέτησης των Ι.Χ. αυτοκινήτων -όπερ και σημαίνει, προσωρινή συντήρηση/ύφεση του χάους, με σίγουρη όμως μελλοντική μεγέθυνσή του, με την έλευση νέων Ι.Χ. αυτοκινήτων, λόγω της εξυπηρέτησής τους. Ενώ ο πρασινισμός της -όντας τοποθετημένος σε δεύτερη μοίρα-, λογίζεται ως παρεπόμενο, δυνάμενος ν' αναπτυχθεί στις οροφές των υπόγειων πάρκινγκ (εκεί, ένας ταρατσόκηπος -ένα παρκάκι, ένας μικρός κήπος, ένα αλσύλιο-, μια πλατεία, μιαν αυλή θα δημιουργηθεί..)

Τούτο αποτελεί πρόβλημα. Η πόλη αφημένη στην τυχαιότητά της, καταρρέει παρασυρμένη από τις πλάνες της. Στο δίλλημα που τίθεται, «τι θα ήταν προτιμότερο, περισσότεροι κοινόχρηστοι χώροι ή περισσότερα πάρκινγκ», η πλάστιγγα της γνώμης των αστών γέρνει στο δεύτερο (αν και ζητείται συνδυαστικά με το πρώτο ν' αντιμετωπιστεί), ακριβώς γιατί είναι ένα πρόβλημα που βιώνεται άμεσα, καθημερινά κι οδυνηρά. Όμως, το πρώτο (η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων) είναι εκείνο που ουσιαστικά πλήττει τον αστό, έστω κι αν δεν συνειδητοποιείται. Ένας ανοικτός χώρος, ένας πράσινος χώρος, είναι πολυτιμότερος από οποιονδήποτε χώρο στάθμευσης. κι από το ίδιο το αυτοκίνητο ακόμη. Γιατί έχει να κάμει με τη ζωή, με την υγεία, με την ποιότητα του αστού. Το πάρκινγκ εξυπηρετεί/διευκολύνει, ο κοινόχρηστος χώρος αναζωογωνεί, τονώνει, εκτονώνει, δίδει ζωή.
Η πλατεία ως πεδίο, μπορεί να γίνει δεκτή ως απελευθερωμένος αστικός χώρος πάνω από υπόγεια πάρκινγκ, όταν δεν απαιτείται η ανάπτυξη πρόσθετα φυτικής ζωής σε αυτήν (δημιουργία δυτικού τύπου «σκληρών πλατειών»)36. Και τούτο φαίνεται ν' αποτελεί μια λύση στ' αδιέξοδα της πόλης ως προς το πρόβλημα της λειτουργίας της, όταν βέβαια η πόλη έχει οργανωθεί κατάλληλα, ώστε η δημιουργία πλατειών σε συγκεκριμένες θέσεις ενδυναμώνει την οικολογική διαχείρισή της, παρά να την αντιστρατεύεται (λόγω της έλλειψης των πολυτιμότερων -σε σχέση με τις γυμνές πλατείες- αστικών χώρων πρασίνου).
Το ζήτημα όμως τίθεται όταν οι οροφές των πάρκινγκ φυτεύονται, αντιμετωπιζόμενες ως πάρκα, κήποι ή άλση. Μια τέτοια πρακτική θεωρούμε ότι παραβιάζει βασικές αρχές και κανόνες λειτουργίας των φυσικών οικοσυστημάτων -τα οποία επιχειρούμε στον αστικό ιστό να δημιουργήσουμε- κι ότι αντίκειται στη λογική της οικολογίας του τόπου, στην οποία ως δημιουργοί οφείλουμε να εντρυφούμε.
Η φύτευση των οροφών υπόγειων πάρκινγκ δίδει έναν ταρατσόκηπο, στον οποίο θα πρέπει με συνεχή επιμέλεια, φροντίδα και σπουδή να σκύβουμε για να τον διατηρούμε. Ας μην ξεχνούμε ότι τα φυτά σε δώματα αναπτύσσονται επί αδιαπερατού εδάφους, μικρού βάθους, το οποίο, λόγω του συγκεκριμένου βάθους και πλάτους του παρτεριού, δεν έχει τη δομή και την ενέργεια που ελευθέρως θα είχε. Οι συνθήκες διαπερατότητας, υγρασίας, θερμοκρασίας, αερισμού κ.λπ., είναι συνθήκες εγκλεισμένου εδάφους, κάτι που απαιτεί, για τη διατήρηση των φυτών, συνεχές πότισμα, λίπανση κι αδιάκοπη περιποίηση. Ενώ, η βιολογική δραστηριότητα σε αυτό είναι πολύ μικρή έως ανύπαρκτη (δεν υπάρχει εδαφικός βιότοπος). Μάλιστα, η έλλειψη μιας σειράς βακτηρίων σ' ένα τέτοιο έδαφος, που αποδομούν τους οργανικούς ρυπαντές της ατμόσφαιρας, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία των υδρογοναθράκων, ακυρώνει τη λειτουργία του εδάφους ως βιολογικό φίλτρο. Στην ουσία υπάρχει «γλαστροποίηση του χώρου», οπότε σκεφτείτε το αδιάλειπτο ενδιαφέρον της νοικοκυράς για την περιποίηση του φυτού, ανάγοντάς το σε ενδιαφέρον του κηπουρού για τα φυτά του παρτεριού στην περίπτωσή μας. Τα δένδρα στην οροφή του πάρκινγκ, κάθε άλλο παρά την έννοια της φυσικότητας δίδουν, αφού δεν μπορούν ν' αναπτυχθούν κανονικά, λόγω ακριβώς των περιοριστικών παραγόντων/συνθηκών του οικοχώρου τους. Πεύκα, που σε κανονική ανάπτυξη θα προσέγγιζαν σε ύψος τα 20 μέτρα, βλέπουμε εν προκειμένω με βία και μετά από επίπονη προσπάθεια του «επίμονου κηπουρού», να φτάσουν τα 10-12 μέτρα. Η νανοποίηση συνεπώς, της φυτικής ζωής του χώρου, είναι επακόλουθο της ανώμαλης μορφοποίησής του.
Βέβαια, η λέξη καταστροφή προσομοιάζει στην περίπτωση που θυσιάζονται αστικοί χώροι που συγκροτούνται από (υψηλό κυρίως) πράσινο ή που προορίζονται για την ανάπτυξή του, προκειμένου να κατασκευαστούν υπόγεια πάρκινγκ. Η λογική τής μετέπειτα αποκατάστασης αυτών των χώρων, με φύτευση της οροφής του πάρκινγκ, θεωρούμε ότι μικρονοϊκά και με αβελτηρία αντιμετωπίζει το κρίσιμο πρόβλημα λειτουργίας της πόλης, αφού αποδέχεται την απώλεια της πολύτιμης φυσικότητας για να εξυπηρετηθεί μια κατάσταση, η οποία, ούτως ή άλλως οδηγεί σε αδιέξοδα, αφού το εξυπηρετούμενο μέσο (το αυτοκίνητο) επιδεινώνει συνεχώς το πρόβλημα λειτουργίας της πόλης!

Η πλατεία του χωριού, πλατεία των ανθρώπων...
Η πλατεία του χωριού, η «πλατεία του πλατάνου» όπως λέγεται (λόγω, σαφώς, του κυρίαρχου στοιχείου του χώρου, που είναι ο πλάτανος)37, είναι η «άλλη» πλατεία, ξέχωρη κι εντελώς διαφορετική από αυτή της πόλης. Σαν παραδοσιακή λογίζεται, κάτι που στη σκέψη των νεοελλήνων τής δίδει την αναγκαιότητα της διατήρησης, ως αξία του χώρου, ως στοιχείο προστατεύσιμο -μουσειακό ακόμη...-, που χάνεται -και γι' αυτό ως αξιοθέατο λογίζεται. Κι εδώ έγκειται η τραγωδία της, στο ότι δε βιώνεται από τους σύγχρονους -και, κατ΄ επέκταση, δεν κατανοείται-, ενώ φτιάχτηκε για να ζείται.
Μια εξήγηση της ύπαρξης της «πλατείας του πλατάνου» στα ελληνικά χωριά, δίδεται από την ιστορία των τόπων κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν στα πλαίσια της περιορισμένης αυτονομίας περιοχών της Ελλάδας, δόθηκε η δυνατότητα της συνεύρεσης των κατακτημένων, κάτι που πραγματώνονταν στις πλατείες. Ο πλάτανος, φυσικό στοιχείο περιοχών της χώρας, με την μακροζωία του και τη σκιερότητά του αποτέλεσε σημείο αναφοράς και τοπόσημο του χώρου, ενώ ο καφενές (για τη φίλεψη των συνευρισκομένων), η εκκλησία (για την άσκηση της θρησκευτικότητάς τους), το Δημαρχείο (για τη διοίκηση του τόπου) κι άλλες κατασκευές, συγκεντρώθηκαν γύρω από το χώρο αυτό, που ο Έλληνας όρισε ως κέντρο των δραστηριοτήτων του38.

Η πλατεία του χωριού συνεπώς, είναι ο τόπος των ανθρώπων. Είναι κέντρο, πόλος, εστία. οι δρόμοι του οικισμού και η ζωή των ανθρώπων ξεκινούν και καταλήγουν σε αυτήν. Είναι ο αφαλός της ζήσης των ανθρώπων της υπαίθρου, που τη ζωή σπουδάζουν και τη βιώνουν στους τόπους της. Είναι της γης το πρόσωπο, εκφρασμένο με το ήθος της ψυχής των ανθρώπων που ζουν το χώρο, γι' αυτό δεν παραδέρνουν, μήτε μαρτυρούν, παρά πάσχουν και καλοτυχούν. Εάν οι άνθρωποι αυτοί λείψουν, τότε θα λείψει και η πλατεία του χωριού, γιατί οι σύγχρονοι -όντας αποστασιοποιημένοι από την εστία και τον περίγυρο- δε θα μπορούν πλέον να την υποστηρίξουν.
Η πλατεία του χωριού, με τον πλάτανο και τον καφενέ, αποτελεί το κέντρο της χωριογραφίας ενός τόπου εξαιρετικά απλού στην οργάνωσή του, μα ευεργετικού για τις αξίες του και τις ποιότητές του. Ο διοργανισμός του χώρου εξαντλείται στην ύπαρξη της πλατείας και στην περιφερειακά αυτής οργάνωση του οικισμού. Τούτη όμως η απλότητα, που συνιστά μιαν ιδιαίτερη ολότητα, είναι που κάμει τελικά το σύστημα εύθραυστο, ακριβώς γιατί δεν υποστηρίζεται από μηχανισμούς, αλλά από συναισθήματα κι αξίες. Εάν αυτά αμβλυνθούν ή εκλείψουν, τότε οι ανθρώπινες σχέσεις θα χαθούν και τα στοιχεία του χώρου, μέσα από τα οποία εκφράζονται (με κυριότερο την πλατεία), δε θάχουν λόγο ύπαρξης και θα καταρρεύσουν.

Σ' ένα τέτοιο απλό σύστημα, η έκφραση του χώρου αποτελεί έκφραση της ψυχής των ανθρώπων του, κι αυτό φαίνεται να είναι τόσο βασικό, που το νιώθεις ευρισκόμενος σε οποιαδήποτε πλατεία χωριού. Κάθε τέτοια, έχει την προσωπικότητά της, έχει το ιδικό της προσωπικό στοιχείο. έναν τόνο ξεχωριστό, αυτόν των ανθρώπων της. Έχει να σου διηγηθεί ιστορίες και να δημιουργήσει συναισθήματα: αυτά που οι άνθρωποί της κουβαλούν και τα μεταφέρουν στο χώρο. Ο χώρος μιλά, ανασαίνει, παράγει ζωή. Δεν είναι σκηνικό, δεν είναι πεδίο, είναι θώκος, είναι πηγή.
Παρά το μικρό της μέγεθος, η πλατεία του χωριού είναι πλέρια, είναι απλωταριά. Είναι απλή-απλότατη, ταπεινή, όχι ευφάνταστη, όχι μνημειακή. Φτιαγμένη στην ανθρώπινη κλίμακα, σοφή στη διαχείριση του χώρου, χωρίς δαπάνες, περιττά δοσίματα και περισσεύματα. Στο μέγεθος της ψυχής απλούται και μικρούλα δείχνει, μα τα πάντα χωρά, γιατί ολοένα φαρδαίνει εάν τη λογιάσεις ζεστά. Με την καρδιά χωρούν μύριοι εκεί: οι καλοί της ζήσης που δε θ' αποκλειστούν εάν πολλοί γίνουν. Μια αγκαλιά λοιπόν η πλατεία του χωριού, οπού στα πρόσωπα των ανθρώπων μετρούνται συναισθήματα, ήθη, σκέψεις, συλλογισμοί, μετρούνται αξίες, καθώς σε αυτήν δε λογιάζεις φιγούρες μα υπάρξεις.
Δεν είναι, συνεπώς, η γραφικότητα του χώρου που προσδίδει δύναμη στην ιδιαιτερότητά του, ένεκα προφανώς των στοιχείων που τον χαρακτηρίζουν (του πλατάνου με τον παραδοσιακό καφενέ ως επί το πλείστον), αλλά η συναίσθηση του γίγνεσθαι κι ότι από αυτό αποπνέεται. Ο θεωρός που θα εντρυφήσει, θα κατανοήσει τον τόπο ως σύνολο, ως δημιουργία, στην οποία το έμψυχο και το άψυχο, η φύση και ο άνθρωπος, συμμετέχουν ενεργά. Και σε τούτο έγκειται η μαγεία που αναδεικνύεται, η μυσταγωγία που συντελείται σε χώρους που γεμίζουν με συναισθήματα, στο γεγονός ότι αντιμετωπίζονται ως ολότητες, νοούνται ως δημιουργίες.

Στην ύπαιθρο τα πεδία περισσεύουν. Δεν τα έχει ανάγκη ο χώρος, γιατί η απλωσιά του μεγάλη. Η πλατεία συνεπώς στο μικρό οικισμό (στο χωριό), που στοιχείο της υπαίθρου λογίζεται, δεν αποτελεί άνοιγμα -όπως στην πόλη θεωρείται-, πάρα τόπο για συνεύρεση και κοινωνική ενησχολή. Αποτελεί αγορά, σπουδαστήριο (της ζωής), χώρο εκδηλώσεων (θρησκευτικών, πολιτικών, μεταπρατικών κ.ά.), βουλευτήριο, είναι -ακόμη- Πνύκα.
Στην πλατεία του χωριού, ο άνθρωπος θα σταθεί, θα καθίσει, δε θα διέλθει, δε θα προσπεράσει. Εκεί θα επικοινωνήσει και θα συναισθανθεί. Ο συμπράτης άνθρωπος, θα τη θεωρήσει μέρος του ζωτικού του χώρου και θα την απολαύσει. Η πλατεία γι' αυτόν, αποτελεί προορισμό, είναι ανάσασμα. Ο πλάτανος εξάλλου, και ο καφενές εκεί, δηλοποιούν το στόχο: νάχει ο άνθρωπος πηγή, για φίλεμα, για ξαπόσταμα, για συλλοή. σάμπως και νάφερε τη φύση στον οικισμό, με την πηγή και τον πλάτανο αυτής βαλμένα στον κόσμο του, για να βρίσκει ο καθείς -o οδοιπόρος της ζωής- απόκαμα, όταν αποζητήσει τη δρόσο την ευεργετική39.
Όταν ο Καρυωτάκης πενθούσε στην πλατεία...
Μια συνολική θεώρηση του χώρου ως πεδίου των ανθρώπων
Πάει καιρός από τότε που ο τραγικός ποιητής Κ. Γ. Καρυωτάκης άκουγε θλιμμένος τη μπάντα του δήμου στην κεντρική πλατεία της μελαγχολικής Πρέβεζας να παιανίζει εμβατήρια, που στην ψυχή του αντηχούσαν ως πικροί νυγμοί («Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης, / την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα», έλεγε σε δύο στίχους του αντιπροσωπευτικού του ύφους του ποιήματος «Πρέβεζα»)40. Αν και οι σκωπτικοί στίχοι του ποιήματος απέδιδαν τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, εντούτοις υποδήλωναν κάτι το σύνηθες για την εποχή: τη δραστηριότητα που λάμβανε χώρα στους κοινόχρηστους χώρους κι αποτελούσε χαρακτηριστικό των ελληνικών πόλεων, ιδιαίτερα των μικρών επαρχιακών -όπως εν προκειμένω της Πρέβεζας.
Βεβαίως για τον Καρυωτάκη, το γεγονός της περιρρέουσας θλίψης, ήταν συνυφασμένο με τις καταστάσεις της εποχής, οι οποίες αποδίδονταν μέσα από πρόσωπα και χώρους, που εντέλει συνέθεταν την όλη δραματουργία, όπως ο ποιητής την αισθάνονταν και τη βίωνε. Ο (κοινόχρηστος) χώρος συνεπώς, μετείχε ενεργά στο σχεδίασμα, δεν ήταν αδιάφορος, δεν ήταν νεκρός, δεν ήταν κενός, δεν ήταν απλώς σκηνικό. Τα συναισθήματα σε αυτόν διαχέονταν, υπήρχε ενέργεια και παίδεμα στον αέρα, στην ύλη, στα γύρω, που την ψυχή έκαμαν -ανάλογα- να θάλλει ή να μαραίνεται. Η ενέργεια αυτή ήταν που έκαμε το χώρο ζωντανό και του έδιδε αξία.
Ο Καρυωτάκης δεν απέρριπτε το χώρο. Το αντίθετο, τον ένιωθε μέρος του γίγνεσθαι. Ήταν μέρος λειτουργίας της ζωής, ήταν -ίσως μη συνειδητά- μέρος λειτουργίας της πόλης στην οποία ζούσε. Την άθλια ζωή του απέρριπτε, ο κακός βίος του τον σύντριβε, ώστε να φτάσει να τον απορρίψει με τον τραγικό τρόπο που γνωρίζουμε.
Ο κοινόχρηστος χώρος είχε ρόλο στη ζωή του Έλληνα, αφού παρείχε λειτουργίες και είχε αποστολές που ήταν συνυφασμένες με το βίο του ανθρώπου και την πορεία του. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι η δύσκολη μη άνετη ζωή, η ζωή του βάρους και του άχθους, έκαναν πολυτιμότερο το ρόλο του, διότι η κοινωνικότητα, που στον κοινόχρηστο χώρο βρίσκει πεδία εκδήλωσης, αναπτύσσεται εντονότερα όταν η κοινωνία ασθμαίνει κι υποφέρει. Από την πλατεία λοιπόν περνούσε η ζωή, εκεί παράγονταν ή διοχετεύονταν η ανθρώπινη ενέργεια, ήταν μέρος της δομής του περίγυρου, όπου ο Έλληνας δραστηριοποιούνταν, ο οποίος, όντας κατατριμμένος με τα κοινά κι έχοντας ανεπτυγμένο το κριτήριο της συνύπαρξης, ήθελε χώρους για να συν-ζήσει, να λειτουργήσει δηλαδή κοινωνικά. Ο Καρυωτάκης, δε μπορούσε διαφορετικά να δει τον κόσμο, τον έβλεπε με τα μάτια της κοινωνίας, με τη διαφορά όμως ότι την απέρριπτε!!!

Η πλατεία μετείχε στη συγκρότηση του οικιστικού χώρου, αποτελώντας μέρος της δομής του. Μαζί με τους λοιπούς ελεύθερους χώρους, είχε αποστολή στη λειτουργία του οικιστικού ιστού, εισάγοντας τη φύση (όπως ποικιλοτρόπως εννοείται, ως αέρας, πράσινο, έδαφος κ.τ.λ.π.) σε αυτόν. Το ανοικτό πεδίο, ακόμη και χωρίς βλάστηση, αποτελούσε φύση, αφού στοιχεία της παρείχοντο στο χώρο (ο αέρας, η ανοικτότητα, η αίσθηση της συνύπαρξης ουρανού και γης κ.ά.) Τούτο, σε συνδυασμό με το κοινωνικό στοιχείο, που ήταν έντονο στο συγκεκριμένο χώρο, ανήγαγαν την πλατεία σε τόπο. Η εννόηση υπό αυτό το πρίσμα της πλατείας, την ενέτασσε με ρόλο ουσιαστικό στη λειτουργία της πόλης/του οικισμού και την έκαμε σημαντική για τη ζωή των ανθρώπων.
Στους σημερινούς καιρούς, η πλατεία έχει αποστερηθεί των δυνατοτήτων της, απόσχει των προσφορών της. Όπως είναι ευνόητο, τούτο συνέβη επειδή ο άνθρωπος, ως ρυθμιστής του χώρου του και των καταστάσεων που τον αφορούν, αποστασιοποιήθηκε από τα πεδία όπου παλαιότερα διοχέτευε την ενέργειά του κι εκεί δημιουργούσε, περιοριζόμενος στη μονήρη, μονότονη κι αλγούσα ζωή στο άστυ, όπου το σαστικό άχθος και ο ίσκιος του γλυκασμού -της απόλαυσης των αγαθών- «νομιμοποιεί» την απάθεια, την άφεση, τη μακαριότητα, την αφέλεια. όλα δικαιολογημένα στη βυθία πλάνη της ευδαιμονίας, της έγνοιας και του μόχθου για την απόλαυση των προσφορών του πυρετού, που ανάπτυξη τη λέμε.
Η πλατεία έτσι, κατέστη ανύπαρκτη, χώρος να τον περνάς, να τον διασχίζεις για τους μικρούς προορισμούς σου. Ποιος ο ρόλος της ως τέτοια για τον αστό, ποια η αποστολή της; Αισθητικά περιορίζεται πια η προσφορά της -στην περίπτωση βέβαια που έστω κι αυτός ο προορισμός συνειδητοποιηθεί κι επιχειρηθεί-, με το οικονομικό κριτήριο να παρεισφύει και να διαλύει -με τα καφέ-αναψυκτήρια που την πολιορκούν-, παρά οικολογικά, παρά κοινωνικά, παρά πολιτιστικά λογίζεται. Γι' αυτό και προτάσσεται ο «στολισμός της», καθώς και η ανάπτυξη δραστηριοτήτων ξένων με τον προορισμό της. Μια τέτοια πλατεία, ουτιδανή για τον χώρο, μα σημαντική για τους βεβαρημένους ανθρώπους που τον κυριεύουν -λόγω ακριβώς της πρόταξης του οικονομικού παράγοντα στη χρήση της-, καθίσταται κενή, άδεια, αποτελεί οπή στην πόλη. Ως μη τόπος, δέχεται χωρίς ν' αφομοιώνει, καθότι η χρήση της είναι το ζητούμενο κι όχι η παραγωγή/δημιουργία σε αυτήν.
Μπρος στ' αδιέξοδα των καιρών, σ' ότι αφορά την ανάδειξη κι ορθή διαχείριση του ελεύθερου χώρου, η αναβίωση των αστικών πλατειών θα πρέπει να ξαναειδωθεί μέσα από τον επαναπροσδιορισμό τους. Ο λειτουργικός ρόλος τους στη δομή της πόλης, πρέπει να συνειδητοποιηθεί, κάτι που προϋποθέτει να θεωρηθούν οικοσυστημικά. Επίσης, στο γύρισμα των καιρών, και στα πλαίσια της αναθεώρησης/ανανέωσης του δημόσιου βίου στην Ελλάδα, θα πρέπει να ξαναειδωθεί ο κοινωνικός τους ρόλος, ως κύτταρα παραγωγής σχέσεων, απόψεων, ποιοτήτων (στις οποίες -φυσικά- εντάσσεται και η αναψυχή στην πόλη, η χαλάρωση, η παραγωγική κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου), όπως και ο πολιτιστικός τους χαρακτήρας, με την ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού και την ένταξή του στο «σύγχρονο» χώρο, ή -ακόμη- με την προβολή στοιχείων που παράγουν/προάγουν γενικότερα πολιτισμό.
Είναι πραγματικά όμορφο να δημιουργούμε πλατείες-τοπόσημα, οι οποίες εμπερικλείουν το τοπίο και τη φυσιογνωμία της περιοχής κι εμπεριέχουν ή αναδεικνύουν φυσικά, πολιτιστικά, αρχιτεκτονικά στοιχεία του οικείου περιβάλλοντος ή, ακόμη, προσδίδουν μεγαλοσύνη-μεγαλοπρέπεια στο χώρο. Στις περιπτώσεις αυτές, ο χώρος δεν στέκει μόνος μέσα στον περιχώρο, αλλά αποτελεί πηγή, που αναδεικνύει την έννοια της κεντρικότητας με τις πολλές συνισταμένες της. Ο χώρος επικοινωνεί με τα γύρω του και συμπράττουν, παρά το γεγονός ότι φορές παρεμβάλλονται έτερα σύνολα ή αλλότρια στοιχεία, που όμως δεν αποχαλνούν τη δομικότητα της συνέχειας.
Είναι ακόμη όμορφο όταν φυτεύονται οι πλατείες και συμμετέχουν λειτουργικά κι αισθητικά στην αναβάθμιση της ελληνικής πόλης, αφού το πράσινο απουσιάζει χαρακτηριστικά από αυτήν κι επιζητείται απεγνωσμένα όπου είναι δυνατό να εγκατασταθεί. Διότι ο χώρος πρέπει να γεμίσει, ν' αποκτήσει ουσία, περιεχόμενο, αλλιώς παράταιρος θάναι, ανοίκειος και περιττός. Απ' όλα τούτα όμως, ο άνθρωπος δεν πρέπει ν' απουσιάζει, καθότι ως δημιουργός έχει καθήκον να πράττει, χωρίς να αμελεί και ν' αποστασιοποιείται από τη δημιουργία.
Φωτ.: Η πλατεία του χωριού με τον χιλιόχρονο πλάτανο: Πλατεία Αγίας Παρασκευής στην Τσαγκαράδα Πηλίου.
Από την άλλη πλευρά, η πλατεία του χωριού κρατεί, ...όσο κρατεί το χωριό. Εφόσον αυτό στέκει, με τη δομή και τη λειτουργία του παρελθόντος -ας το προσδιορίσουμε με την έννοια του παραδοσιακού- και δεν έχει μετατραπεί σε προάστιο, σε μικρή πόλη ή σε παραθεριστικό οικισμό, εφόσον οι άνθρωποί του ζουν κι όχι απλά υπάρχουν, τότε η πλατεία με τον πλάτανο και τον καφενέ θ' αποτελεί το κέντρο ζωής του τόπου, θ' αποτελεί σύμβολο, εν αρχέτυπο αξιών που προσδιορίζουν το γίγνεσθαι στο φάσμα του μικρού οικιστικού χώρου.
Το ζήτημα, έτσι, ανάγεται στο να διατηρηθεί η ζωή στο μικρό τόπο, χωρίς αυτός να περιπέσει στην «ανυπαρξία» της ανάπτυξης. Ο σεβασμός στο δημιούργημα και στην πρεσβύτερη οργάνωση του χώρου, με την εύρεση της χρυσής τομής μεταξύ της εγκατάλειψης και της διατήρησης, μεταξύ της ανατροπής και της συνέχισης, θα καθορίσει το μέλλον της συμπαθούς κι ατόφια ελληνικής πλατείας του πλατάνου.
του Αντώνη Β. Καπετάνιου, Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου
Σημειώσεις
22 Έχει επικρατήσει η χρήση του όρου συστημικός (λόγιο ενδογενές δάνειο από την αγγλική λέξη systemic) για τις περιπτώσεις που η κατασημαινόμενη έννοια είναι οντότητα, ιδιότητα, χαρακτηριστικό κ.τ.λ., κι αφορά σύστημα/συστήματα, ανήκει σε σύστημα/συστήματα κ.ο.κ. Ενώ, χρησιμοποιείται ο όρος συστηματικός (που είναι ελληνική λέξη και η αντίστοιχη αγγλική είναι systematic) για οντότητες που γίνονται με σύστημα, με μέθοδο κ.τ.λ. (βλέπε σχετικά: http://www.lexilogia.gr/, στο μέρος που αναφέρεται στην απόφαση των ομάδων MOTO & TE48/0E1, οι οποίες, στα πλαίσια του οροδοτικού τους έργου, κατέληξαν στην ανωτέρω χρήση των όρων). Σημειώνεται πάντως ότι, ακόμη και σήμερα, σε πολλά σύγχρονα ελληνικά λεξικά παραλείπεται η καταγραφή της λέξης συστημικός, ενώ αντίθετα καταγράφεται η λέξη συστηματικός. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, προσήκει εν προκειμένω η έννοια «οικοσυστημική θεώρηση (της αστικής πλατείας)», καθότι δηλούται ιδιότητα-χαρακτηριστικό του συστήματος.
23 Το οικοσύστημα (όρος των αγγλοσαξωνικών χωρών, που έχει καθιερωθεί από το έτος 1935, παρά το γεγονός ότι για την Ευρώπη είχε προταθεί -ήδη από τη δεκαετία του '60- ο όρος βιογεωκοινότητα, ως πιο δόκιμος), αποτελείται από τη βιοκοινότητα (φυτοκοινότητα και ζωοκοινότητα) και το βιότοπο (ή βιοχώρο). Το σύνολο των φυτικών και ζωικών οργανισμών της οικοσυστηματικής μονάδας συγκροτούν αντίστοιχα τη φυτοκοινότητα και τη ζωοκοινότητα, ενώ το κλιματικό και εδαφικό περιβάλλον όπου η βιοκοινότητα υφίσταται, συγκροτεί το βιότοπο.
24 Η οριοθέτηση οικοσυστημάτων, με βάση τα προσωπικά κριτήρια του θεωρού, αποτελεί θα λέγαμε ενέργεια αυθαίρετη, που όμως αποτελεί δικαίωμα του αυθαιρετούχου!
25 Στις περιπτώσεις των αστικών οικοσυστημάτων, ορθότερο θα ήταν να συμπεριληφθεί στη βιοκοινότητα και η ανθρωποκοινότητα (μαζί με τη φυτοκοινότητα και τη ζωοκοινότητα), αφού ο άνθρωπος διαβιεί στις συγκεκριμένες επιφάνειες αποτελώντας τον βασικό και καθοριστικό κρίκο στην αλυσίδα της συγκροτημένης εκεί ζωής.
26 Υπάρχει εν προκειμένω εμφανής ανισορροπία στο σύστημα, με σημαντική δαπάνη ενέργειας έναντι της προσφερθείσας, μ' αποτέλεσμα αυτό να τελεί υπό καθεστώς συνεχούς υποβάθμισης.
27 Πιο δόκιμος, θεωρώ, ότι είναι ο όρος οικολογία του χώρου. Ο Δημήτρης Φατούρος αναφέρει συγκεκριμένα: «...σε διαφορετικούς τόπους και συνθήκες, παλαιότεροι και νεώτεροι δημιουργικοί συνθέτες, ακόμα όταν και οι ίδιοι μπορεί να μην το έχουν τονίσει, ακόμα και όταν οι συζητήσεις είναι ασαφείς και "σιωπηλές", μιλάνε για ένα σύνολο από παράγοντες του χώρου, για τη συνέργεια της αρχιτεκτονικής στη συνάντηση με τον άλλο και για τη σχέση με τη φύση και το περιβάλλον, όχι γραφικά ή ρομαντικά ή τεχνικά, αλλά ως στοιχείο ενεργό, ας το ονομάσω ως μια "βιολογία του χώρου"» (Φατούρου Δ., «Ίχνος χρόνου. Αφηγήσεις για τη νεώτερη ελληνική αρχιτεκτονική», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σελ. 19).
28 Η περιφέρεια της οικόπολης συνθέτεται από αγροτικές καλλιέργειες (για την τροφοδοσία με αγροτικά προϊόντα της πόλης) και περιαστικά δάση, ενώ στο εσωτερικό της η ιδιωτική χλωρίδα (κήποι-αυλές, ταρατσόκηποι, λουλουδιασμένα μπαλκόνια, προκήπια κ.ά.) και η κοινόχρηστη (πάρκα, άλση, φυτεμένες πλατείες κ.ά.) είναι πλούσια. Επιπλέον, στην οικόπολη χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα μέσα μαζικής μεταφοράς -που είναι φιλικά προς το περιβάλλον-, απαγορεύονται τα Ι.Χ. αυτοκίνητα στον κεντρικό ιστό της πόλης, υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων, εφαρμόζεται σε όλο το εύρος της η ανακύκλωση (στα οικιακά λύματα, στα οικιακά απορρίμματα, στα υλικά χρήσης που δύνανται ν' ανακυκλωθούν κ.ά.), απουσιάζουν τα κλιματιστικά μηχανήματα, χρησιμοποιούνται ευρύτατα οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα κτίρια δεν είναι ενεργοβόρα κ.λπ.
29 Η πρώτη οικόπολη του πλανήτη ονομάζεται Dongtan και βρίσκεται στο νησί Chongming, έξω από τη Σαγκάη της Κίνας. Καλύπτει έκταση 86 τετραγωνικών χιλιομέτρων και υπολογίζεται ότι μέχρι το έτος 2040 θα έχει 500.000 κατοίκους. Επίσης, στην Ισπανία έχει προγραμματισθεί να οικοδομηθεί μια άλλη οικόπολη, η Sociopolis, κοντά στη Βαλένθια. Ενώ, προγράμματα ανάπλασης μεγαλουπόλεων σε διάφορες χώρες του κόσμου, κατά το πρότυπο της οικόπολης, έχουν σχεδιασθεί και πολλά υλοποιούνται. Κάτι όμως που διαφεύγει της προσοχής των μελετητών του χώρου είναι ότι η πρώτη οικόπολη στην Ελλάδα -ή καλύτερα, ο πρώτος οικισμός με οικολογικά πρότυπα διαχείρισης-, κατασκευάστηκε από τον πρωτοπόρο Έλληνα πολεοδόμο Κωνσταντίνο Δοξιάδη στο Πόρτο Ράφτη το έτος 1973 και ονομάστηκε Απολλώνιο. Ήταν ένας αυθεντικός ελληνικός οικισμός, με σπίτια και φυτά προσαρμοσμένα στο αττικό περιβάλλον και τοπίο. Αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούσαν εντός του οικισμού, η κάθε οικία είχε δικό της μεγάλο κήπο, το κοινόχρηστο πράσινο ήταν άφθονο κι ελληνικό, ενώ έμφαση δόθηκε στους χώρους κοινωνικής επαφής και διασκέδασης (εστιατόριο, ταβέρνα, αναψυκτήριο, θερινό κινηματογράφο και πισίνα), που ήταν ιδιοκτησίας της κοινότητας, καθώς επίσης και στις πολιτιστικές εγκαταστάσεις (δημιουργήθηκε μεγάλο κτιριακό συγκρότημα για συμπόσια και μικρό θέατρο αρχαίου τύπου). Επίσης, υπήρχε κεντρική εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού και το νερό των αποχετεύσεων, μετά τον καθαρισμό του, επαναδιανέμονταν για πότισμα, ενώ από κεντρική αντένα στην κορυφή του λόφου, παρέχονταν τηλεοπτικό σήμα καλωδιακά σε κάθε οικία, αποτρέποντας έτσι την αισθητική υποβάθμιση του οικισμού, με την ύπαρξη πολλών κεραιών.
30 Τη φύση αυτή, αλί!, εμείς οι κακοί Έλληνες την εξαφανίζουμε. Πού πήγαν, για παράδειγμα, τα ιστορικά ποτάμια της Αθήνας (ο Ιλισός, ο Κηφισός, ο Ηριδανός); «Τι εκάνατε τον Ιλισό και τον Κηφισό, τα δύο αγιάσματά μου; Εβάλατε μέσα τους τους υπονόμους σας, ερίξατε τα νερά των εργοστασίων σας», αναφωνούσε ο χαρισματικός καθηγητής Δημήτρης Πικιώνης το 1954 (κείμενο «Γαίας Ατίμωσις», από τον τόμο «Κείμενα», έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000). Που χάθηκαν οι λόφοι της, που με το απαλό περίγραμμά τους καθόριζαν τις φυσικές οριογραμμές και τα φυσικά ύψη κι αναδείκνυαν τον ορίζοντα; Σε άλλες περιπτώσεις, που δε σβήσαμε τη φύση αυτή, την κρύψαμε! Πίσω από υπερμεγέθη κτίρια κι ανοίκειες κατασκευές, από θηριώδεις λεωφόρους και κλειστούς ορίζοντες. Τη ψάχνουμε πια, μα δύσκολα τη βρίσκουμε. Τη γύρω από την πόλη φύση, επίσης δεν τη βλέπουμε. Πίσω από το μπετόν, το γυαλί και την άσφαλτο, δύσκολα τη διακρίνουμε. Μακρινή, πολύ μακρινή την κάναμε και σε κυριακάτικες εξόδους συνήθως τη θυμόμαστε.


31 Το αστικό μικροκλίμα μπορεί να εννοηθεί είτε σε επίπεδο πόλης, είτε σε επίπεδο συνοικίας, είτε σε επίπεδο περιφέρειας κοινοχρήστου χώρου. Σε κάθε περίπτωση, οι κλιματικοί παράγοντες σε τοπικό ή υπερτοπικό επίπεδο (της υγρασίας, της θερμοκρασίας, των ανέμων, των βροχοπτώσεων κ.ά.) καθορίζουν την κατάστασή του, η οποία συναρτάται από τα στοιχεία του χώρου και την εν γένει παρουσία τους (επικράτηση σκληρών ή φυσικών-γήινων υλικών, σκιάσεις προερχόμενες από κτίρια ή από δένδρα, αναλογία πρασίνου με μπετόν-άσφαλτο κ.ά.)
32 Το «αχ» δηλοί την απόγνωση του αστού στις σύγχρονες, αβίωτες μητροπόλεις, κάτι που σε σύγκριση με το παρελθόν αποτελεί νεογενή κατάσταση. Ο αστός παλαιά αισθανόταν τον κοινόχρηστο χώρο ως μέρος του οίκου του και τον απολάμβανε ως αυλή, ως προαύλιο, ως γειτονιά. Η οικειότητα αυτή με το χώρο έχει χαθεί από τον νεοαστό, ο οποίος πλέον ασθμένως διεκδικεί θέση στην κοινοχρησία για ν' ανασάνει.
33 Αναφερόμαστε στην κάθε ανά την Ελλάδα μητρόπολη (κεντρική πόλη μιας περιοχής), που ακολούθησε το πρότυπο της Αθήνας «στο μεγάλωμά της».
34 Ιστορικά, η πρώτη στην Ελλάδα υπόγεια κατασκευή κάτω από κοινόχρηστο αστικό χώρο, πραγματοποιήθηκε το 1928, με τη θεμελίωση του υπόγειου σταθμού του ΗΣΑΠ στην πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα. Ακολούθησαν αργότερα κι άλλες κατασκευές, κυρίως υπόγειων πάρκινγκ, όπως στην Κλαυθμώνος, στην Εθνικής Αντιστάσεως κ.ά. (σ' ότι αφορά στην πρωτεύουσα), ενώ στις μέρες μας οι κοινόχρηστοι χώροι παραδίδονται στις υπόγειες κατασκευές του ΜΕΤΡΟ (σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη), με την κατασκευή υπό αυτών σταθμών εξυπηρέτησης των συρμών.
35 Η αταξία των περισσότερων ελληνικών μητροπόλεων, είναι χαρακτηριστική και δεν έχει να κάμει με το μέγεθός τους. Το κυκλοφοριακό χάος για παράδειγμα, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Βόλου ή των Σερρών, δεν προσδιορίζεται ποσοτικά, είναι χάος!
36 Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, των «σκληρών πλατειών», επιχειρείται να διασκεδαστεί η έλλειψη πρασίνου με φύτευση χλοοτάπητα (γκαζόν), που δεν απαιτεί βάθη εδαφών για ν' αναπτυχθεί, ή με τοποθέτηση ζαρντινιέρων με ανθοφόρα φυτά ή μικρούς θάμνους.
37 Διακρίνουμε το συμβολισμό της παρουσίας του πλατάνου ως κυρίαρχου στοιχείου στο συγκεκριμένο χώρο, αφού τον δηλοποιεί ως κέντρου της ζωής, προφανώς λόγω της μακροζωίας το, αλλά και της δυνατότητάς του ν' «αγκαλιάζει» με τη μεγάλη κόμη του τον «μικρό κόσμο, τον μέγα» των ανθρώπων!
38 Τον συγκεκριμένο τύπο πλατείας, που χαρακτήρισε δομικά/λειτουργικά οικισμούς της χώρας και τοπιακά περιοχές της, τον συναντούμε κατά κανόνα σε κάθε χωριό ή μικρό οικισμό, είτε αυτός βρίσκεται στο βουνό, είτε στην πεδιάδα, είτε στην παραλία. Είναι, συνεπώς, κάτι περισσότερο από απλό σκηνικό τούτη η παρουσία, αφού έχει να κάμει με την ιδιοσυγκρασία και, εντέλει, με την ψυχή του Έλληνα της υπαίθρου, ο οποίος -προφανώς από εσωτερική ανάγκη-, ίδια λειτούργησε σε κάθε περιοχή της χώρας, παρά το γεγονός ότι οι περιοχές απείχαν μεταξύ τους και δύσκολα επικοινωνούσαν.
39 Είναι μια προσομοίωση της φύσης, η μεταφορά τούτη, του πλατάνου με την πηγή στον οικισμό, από τον απλό Έλληνα, τον χωρικό, ο οποίος έφερε το έξω, της φύσης το δημιούργημα, στο χώρο του και το ενέταξε λειτουργικά στον κόσμο του. Τόσο απλά, μα τόσο δημιουργικά, από τον απλό-απλότατο Έλληνα, έγινε τούτο το όμορφο πράμα... Σε αντίθεση βέβαια με τον σύγχρονο Έλληνα, που επιζητεί στην πολυπλοκότητα, στο πολυσύνθετο, τις λύσεις... («...γινήκαμε, ως σύγχρονοι, σύνθετοι, έχουμε πάψει να είμαστε απλοέλληνες», έλεγε πικρά και δηκτικά ο "σοφός" λογοτέχνης Γιάννης Σκαρίμπας).
40 Ας δεχθούμε την εικόνα αυτή, της μπάντας του δήμου στην πλατεία, ως ισχύουσα στην περίπτωσή μας, καθότι οικεία ήταν στην ελληνική πόλη παλαιότερα.
Πηγές
Αγγελίδης Μ., «Χωροταξικός σχεδιασμός και βιώσιμη ανάπτυξη», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 2000.
Acot P., «L' histoire d' ecologie», PUF, 1989.
Ανανιάδου-Τζημοπούλου Μ, Καραδήμου-Γερολύμπου Αλ. (επιμέλεια), «Πλατείες της Ευρώπης. Πλατείες για την Ευρώπη», Τμήμα Αρχιτεκτόνων - Πολυτεχνική Σχολή & Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Αρχιτεκτονικής Τοπίου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο & Μουσείο Μπενάκη, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2009.
Αραβαντινός Αθ., Κοσμάκη Π., «Υπαίθριοι χώροι στην πόλη: Θέματα ανάλυσης και πολεοδομικής οργάνωσης αστικών ελεύθερων χώρων και πρασίνου», εκδ. Συμεών, Αθήνα 1988.
Αραβαντινός Αθ., «Πολεοδομικός σχεδιασμός. Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1997.
Brenner N., Keil R. (eds), «The global cities», Routledge, London and New York 2006.
Βώκου Δ., Παντής Γ., Σγαρδέλης Στ., «Οικολογία: Η αναγκαιότητα της σύνθεσης, η η γοητεία των σχέσεων», εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη αχρονολόγητο.
Γκουμοπούλου Γ. , «Ελεύθεροι χώροι πρασίνου στην πόλη. Η Περίπτωση των παιχνιδότοπων», http://www.monumenta.org/, 28/2/2007.
Δεκαβάλλας Κ., «Από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή», έκδοση Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2008.
Gaventa S., «New public spaces», Octopus Publishing Ltd, London 2006.
Jacobs J., «The death and life of great American cities», Modern Library Edition, New York 1993.
Καρύδης Δ., «Ανάγνωση πολεοδομίας, η κοινωνική σημασία των χωρικών μορφών», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1991.
Κοσμάκη Π., Λουκόπουλος Δ., «Αστικά κενά - Μικρά πάρκα»,http://www.monumenta.org/, 10/6/2007.
Κούνδουρος Δ., «Αστικό πράσινο και υπόγειοι χώροι στάθμευσης σε συνθήκες πολεοδομικού κορεσμού», εισήγηση σε ημερίδα με θέμα «Ελεύθεροι χώροι και χώροι στάθμευσης», Αθήνα 22 Μαρτίου 2009, www.asda.gr/elxoroi.
Κρίκου Ν., «Η προσπελασιμότητα της πόλης, μέσα από τις αστικές πλατείες»,http://www.greekarcitects,gr/, 4/4/2008.
Latimer Cl., «Parks for the people», Manchester City Art Galleries, Manchester 1987.
Le Corbusier, «The city of to-morrow and its planning», Dover Publications, New York 1987.
Le Corbusier, «Η Χάρτα των Αθηνών», εκδ. Ύψιλον, β΄ έκδοση, Αθήνα 2003.
Μαγκλίνης Ηλ., «Ο αργός θάνατος μιας αθηναϊκής πλατείας», εφημ. «Η Καθημερινή», φύλλο 28ης-4-2009.
Μουτσόπουλος Ν., «Χώρος - κτίσμα και τοπίο στο Βυζάντιο», από το συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
Μπελαβίλας Ν., «Τόποι ανθρώπων. Σχόλια για το χώρο και την πολιτική», εκδ. «Ο Πολίτης», Αθήνα 2005.
Μπελαβίλας Ν., Βαταβάλη Φ., «Πράσινο και ελεύθεροι χώροι στην πόλη», WWF Ελλάς, Αθήνα 2009.
Πικιώνης Δ., «Κείμενα», έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
Ρηγόπουλος Δ., «Η πλατεία είναι γεμάτη με το νόημα...», εφημ. «Η Καθημερινή», φύλλο 6ης-12-2009.
Ρωμανός Αρ., «Αθήνα: Το πολεοδομικό ζήτημα από τη σκοπιά του πολίτη», εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2004.
Σημαιοφορίδης Γ., «Η ελληνική πόλη και οι νέες αστικές συνήθειες», κείμενο από τον τόμο «Διελεύσεις», εκδ. METAPOLIS press, Αθήνα 2005.
Στεφάνου Ι., «Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21ο αιώνα», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης Ε.Μ.Π., Αθήνα 2001.
Στεφάνου Ι., «Η φυσιογνωμία της πόλης», Ύλη και Κτίριο, Μάρτιος 2000.
Στεφάνου Ι. & Ι., «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», από το συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
Σχίζας Γ., «Η πλατεία στα πλαίσια της ελληνικής πόλης. Σχέσεις επικοινωνίας και πολιτισμού», εισήγηση στο Πανελλαδικό Συνέδριο των περιοδικών, υπό τη διοργάνωση του περιοδικού Highlights, Χίος 1η-3-2006,http://www.greekarcitects,gr/, 5/6/2007.
Σχίζας Γ., «Πλατείας Εγκώμιον»,http://www.phpbbserver.com/pfor/viewtopic.php?p=7237&mforum=pfor#7237, 18/11/2008.
Τερζόγλου Ι., «Ο χαρακτήρας των υπαίθριων κοινόχρηστων χώρων», Ε.Μ.Π., Αθήνα 1987.
Τρούμπης Α., «Λογία Οικολογία», εκδ. Τυποθήτω, Αθήνα 1999.
Wilson E., «Biodiversity», National Academy Press, New York 1988.
http://www.aformi.woedpress.com/, «Το δικαίωμα στην πόλη», ντοκιμαντέρ, 1/2/2010.
Φατούρος Δ., «Ίχνος χρόνου. Αφηγήσεις για τη νεώτερη ελληνική αρχιτεκτονική», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008.
Fuller R. A., Gaston K. J., «The scaling of green space coverage in European cities», The Royal Society 2009.
Ψωμόπουλος Π., «Απολλώνιο», πρακτικά συνεδρίου με θέμα «Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης και το έργο του» (Τ.Ε.Ε., 19-21 Ιανουαρίου 2007), τόμος Β΄, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα 2009.
ΠΗΓΗ greekarchitects.gr 


..
..
.. http://ergatodikeomata.blogspot.com/ . .
πηγή: thesecretrealtruth.blogspot.com.
Νεότερη Παλαιότερη